Πρόκειται για ένα μονότοξο, επιβλητικής κατασκευής γεφύρι,
που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το ιστορικό κάστρο της Ακροκορίνθου, επί
του χείμαρρου Ξεριά που διασχίζει το χωριό Σολομός και χύνεται στον Κορινθιακό
κόλπο, περνώντας μέσα από την πόλη της Κορίνθου, την οποία κατ' επανάληψη έχει
πλήξει με τις καταστροφικές πλημμύρες του.
Το γεφύρι στο Σολομό. (Φωτο: ΑΓΠ) |
Δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση γιατί τα βάθρα στις
βάσεις του είναι διαβρωμένα, με άμεσο κίνδυνο καταστροφής του.
Το τόξο. (Φωτο: ΑΓΠ) |
Είναι χτισμένο στις αρχές της δεκαετίας του 1890
(συγκεκριμένα το 1892) με παραλληλόγραμμες λαξευτές πέτρες, έξοδα του κρατικού προϋπολογισμού,
άγνωστο όμως από ποιους και πρόκειται για μια σπουδαία και χρήσιμη κατασκευή
για την εποχή του. Είχε στηθαία, που είναι εντελώς κατεστραμμένα, εξαφανίστηκαν, και ίχνη τους
μόνο διακρίνονται στο βόρειο μέρος του και μια σειρά καμαρολιθιών (θολίτες).
Η βάση της επιφάνειάς του είναι καλυμμένη με άσφαλτο
και σε συνδυασμό με το μεγάλο πλάτος του (8μέτρα), φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε
για μεγάλο χρονικό διάστημα και μέχρι σχετικά πρόσφατα ως τμήμα του εθνικού
δρόμου Κορίνθου-Άργους.
Το μέτρημα. (Φωτο: ΑΓΠ) |
Οι
διαστάσεις του είναι:
Μήκος: 35 μέτρα
Άνοιγμα
τόξου: 8,10 μέτρα
Ύψος: 6,20 μέτρα
Πλάτος: 8 μέτρα
Πλάτος
καμαρολιθιού: 0,70 μέτρα
Ύψος
στηθαίου: 0,30 μέτρα
Το χωριό Σολομός ( άλλαξε το όνομά του από Σολωμός σε
Σολομός το 1940) είναι δημοτικό διαμέρισμα του δήμου Κορινθίων και απέχει από
την Κόρινθο σχεδόν 2 χιλιόμετρα.
Όπως μας λέει σε μια ωραία έκδοση
του 2007 η Κωνσταντίνα Μοναχολάκου-Μπόκη
“Πώς από ένα
ψάρι βαφτίστηκε ένα χωριό. Ο πρώτος
οικιστής στον σημερινό Σολομό ήταν ο
Γεώργιος Δασκαλόπουλος από τα Αθίκια
Κορινθίας. Όλοι τον ήξεραν με το
παρατσούκλι “Σολομός”, του άρεσε πολύ
η κονσέρβα ψάρι Σολομός και την έτρωγε
τακτικά όταν ακόμα κατοικούσε στα
Αθίκια. Τον ρωτούσαν οι γείτονες “-τι
έφαγες σήμερα, Γιώργη;” “έφαγα Σολομό!”,
αφορμ'η ήθελαν οι χωριάτες να του βγάλουν
το παρατσούκλι. Και έκτοτε τον φώναζαν
όλοι οι Αθικιώτες και όλοι όσοι τον
γνώριζαν, ο Γιώργης ο Σολομός, κανένας
δεν τον ήξερε πια σαν Δασκαλόπουλο. Με
το όνομα Σολομός ήταν γραμμένος και στα
Δημοτολόγια και οι Δημόσιες Υπηρεσίες
τον ήξεραν σαν “Γεώργιο Σολομό”, με
αυτό το επώνυμο υπέγραφε. Και έτσι το
χωριό μου σήμερα λέγεται Σολομός από
εκείνον τον πρώτο κάτοικο και θα λέγεται
εσαεί. Το 1864 έφυγε από τα Αθίκια και
εγκαταστάθηκε σε αυτήν την ερημιά, στον
σημερινό Σολομό, όπου έχτισε το σπίτι
του. Δεν υπήρχε καμιά άλλη οικογένεια
εκεί. Ήθελε να είναι κοντά στα κτήματά
του γιατί είχε μεγάλη κτηματική περιουσία
δεκάδες στρέμματα από τις παρυφές του
Ακροκορίνθου, κατέβαιναν προς τα νότια
και ανατολικά, περνούσαν το δημόσιο
δρόμο και το σημερινό ποτάμι που τότε
ήταν ένα αβαθές ρεματάκι, και ανηφόριζαν
ψηλά ως ένα σημείο που λέγεται ακόμα
και σήμερα “Κικιρίστρα”...Την εποχή
εκείνη εν έτει 1865 και πιο πριν, οι
ταξιδιώτες που ταξίδευαν με τα ζώα και
τα κάρα έριχναν μέσα στο αβαθές ρεματάκι
δεμάτια και κλαδιά δένδρων να μικρίνει
το βάθος να μπορούν να περνούν εύκολα
ζώα, κάρα και πεζοί ...Ο Σολομός δίπλα
στο σπίτι έχτισε ένα οίκημα μακρόστενο
και το προόριζε για χάνι. Χρειαζότανε
για τους διάφορους ταξιδιώτες για να
ξεκουράζονται εκείνοι και τα ζώα τους.
Το δούλευε αρκετά χρόνια ο γέρο-Σολομός
μέχρι το θάνατό του και μετά ανέλαβε να
το δουλέψει ο γαμπρός του, ο Αναστάσης
Σοφός ή Σολομός με τη δεύτερη γυναίκα
του την Αικατερίνη η οποία είχε πάρει
και εκείνη το παρατσούκλι του άνδρα
της. Τη φωνάζανε “Σολομίνα”, το βαφτιστικό
της είχε ξεχαστεί από όλους.”(1)
Δίπλα, το εύκολο καταφύγιο. (Φώτο: ΑΓΠ) |
Μια μαρτυρία
από το παραπάνω βιβλίο για την πρώτη
απόπειρα εμπειρικής γεφύρωσης του
ρέματος (2) που διέσχιζε το χωριό, με το
αζημίωτο βέβαια, με τον υπότιτλο “μια
έξυπνη εφεύερη στις αρχές του 20ού αιώνα”
μας λέει ότι “ Το αβαθές ρεματάκι
όσο περνούσαν τα χρόνια άρχισε να
βαθαίνει και για να μπορούσαν να το
περάσουν άνθρωποι, ζώα και κάρα, έπρεπε
να βάζουν μαδέρια και φυσικά κανένας
ταξιδιώτης δεν μπορούσε να κουβαλάει
μαζί του. Το έξυπνο μυαλό της Σολομίνας
δούλεψε και αφού το κράτος δεν μπορούσε
να τους φτιάξει τη γέφυρα, έπρεπε να
κάνει κάτι εκείνη, γιατί το ποτάμι είχε
βαθύνει πολύ. Μετά από πολύ σκέψη
αποφάσισε να βάλει μαδέρια για να μπορούν
να περνούν οι ταξιδιώτες, με το αζημίωτο
βέβαια αφού τους έπαιρνε διόδιο. Δεν
ξέρω αν το έκανε μόνη της ή ήταν
συνεννοημένη με τον διοικητή της
χωροφυλακής στην Κόρινθο. Αυτή η εφεύρεση
άρχισε στο τέλος του 1900 έως το 1907, οπότε
και το Δημόσιο έφτιαξε τη σημερινή
γέφυρα. Τα μαδέρια η Σολομίνα τα είχε
τοποθετημένα στο ρεματάκι επί μονίμου
βάσεως αλλά δεμένα με χοντρά σχοινιά
για να μπορεί να τα σηκώνει ώστε να
πέφτουν στο άνοιγμα της ρεματιάς, να
περνούν οι ταξιδιώτες και μετά να τα
ξανασηκώνει και να τα βάζει στην άκρη,
ώστε να μην μπορούσε κανείς να τα τραβήξει
εκτός από την ίδια. Ακριβώς δεν μπορώ
να σας περιγράψω πως το έκανε. Όσους έχω
ρωτήσει, μεγαλύτερους από εμένα, δεν
ξέρει κανείς για την τόσο έξυπνη εφεύρεση
της Σολομίνας. Από εκείνους που ήξεραν
να μου απαντήσουν τι ακριβώς γινότανε,
δεν υπάρχει κανένας πια. Και ότι έχω
γράψει έως τώρα για τη ζωή του Γέρο-Σολομού
το θυμάμαι από αφηγήσεις των μεγαλυτέρων
από εμένα και από τις αφηγήσεις της
γιαγιάς από την πλευρά της μητέρας μου,
που ήταν πρώτη ξαδέλφη της Αναστασίας
Σολομού-Σοφού και ήξερε πολλά για τη
ζωή εκείνων των ανθρώπων.”
(3)
Σημειώσεις-βιβλιογραφία
- Κωνσταντίνα Μοναχολάκου-Μπόκη. Ο Σολομός και ο Μύλος. Εκδότης Ευάγγ. Μιχαλόπουλος, Κόρινθος 2007.
- Στην συλλογή των πληροφοριών σημαντική ήταν η βοήθεια του φίλου Σωτήρη Ριζόγιαννη, από το Στεφάνι Κορινθίας.
- Κωνσταντίνα Μοναχολάκου-Μπόκη. Ο Σολομός και ο Μύλος. Εκδότης Ευάγγ. Μιχαλόπουλος, Κόρινθος 2007.
Δείτε περισσότερα για το γεφύρι του Σολομού στο video: