Πετρογέφυρα: διαδρομές...της φύσης τα καμώματα...δημιουργήματα...μνήμες...αναφορές...βιώματα
Τιμή στους μάστορες, που άφησαν με τα εμπνευσμένα έργα των χεριών τους το ίχνος τους στην ιστορία της νεοελληνικής αισθητικής, σμιλεύοντας την πέτρα και δαμάζοντας το νερό της Πελοποννησιακής γης, με την απαράμιλλη τεχνική τους, τη φλόγα της ψυχής τους και το σεβασμό στη φύση. Ας γνωρίσουμε αυτούς και τα έργα τους.
Γεφύρωνε την Σοχιά, στο κέντρο της πόλης της Αμαλιάδας, κοντά στη σημερινή
πλατεία Νίκου Μπελογιάννη δίπλα από τον νερόμυλο που βρισκόταν στη συμβολή των
οδών Αρχαίας Ηλιδας και Ρήγα Φεραίου και κοντά στο καφενείο του Κίντου.
Ήταν το πρώτο γεφύρι επί της
Σοχιάς και τώρα είναι σκεπασμένο. Πρόκειται για ένα μονότοξο, καταβιβασμένο για
να πετύχει ο κατασκευαστής όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αντοχή και δύναμη, κάθετα
βάθρα, επίπεδη επιφάνεια διάβασης, μιά σειρά θολίτες και στηθαία που
καταστράφηκαν κατά την περίοδο της κάλυψής του.
“Και αυτή η Σοχιά είναι παραφθορά της τοπωνυμίας ή προσωνυμίας: ¨στο ρέμα
της Οχιάς¨. Και Οχιά θα τώλεγαν γιατί με τις θέρμες τουβάλτου που την τροφοδοτούσε με νερό,
φαρμάκωνε και δηλητηρίαζε τους περιοίκους, τους θέριζε και τους αφάνιζε, σαν το
θεριό ή στοιχειό του θρύλου του άη Γιώργη, που εικονίζεται σαν ένας απαίσιος
δράκοντας, δηλαδή τεράστιο φείδι που στην πραγματικότητα είναι οι θέρμες κια το
χτικιό που παλιά θέριζε τους κατοίκους των βαλτότοπων. Απ' όλα αυτάσυμπεραίνεται ότι τα τοπωνύμια Καλίτσα, άη
Γιώργης, Σοχιά, Αράπη Κοφίνα είναι αλληλένδετα και μαρτυρούν το βαλτώδες, και
νοσώδες της τριγύρω περιοχής.” (1)
“Στην Ηλεία και αλλού πιστεύεται
ότι ο Αράπηςκατοικεί και φανερώνεται
στα υγρά και σύσκια βαλτερά μέρη. Με άλλα λόγια, είναι η προσωποποίηση από τον
λαό της αρρώστειας που προξενούν τα ελώδη μέρη, είτε θέρμη την λένε, είτε
φθίση, είτε ρευματισμούς, είτε υδρωπικία, είτε ότι άλλο. Τούτο το επιβεβαιούν
τα σε κάθε βαλτότοπο ή κλεισούρα με νεροσυρμή τοπωνύμια Αραπόλακα, Αραπόρεμα,
Αραπόβρυση, και τα όμοια. Άρα η γύρω από την Αράπη Κοφίνα έκταση παληά δεν ήταν
παρά ένας βάλτος που πλημμύριζε τον χειμώνα, το δε καλοκαίρι γινόταν με τα
λιμνάζοντα νερά του σωστή πληγή. Εκεί κρυβόταν το στοιχειό που έτρωγε ή βύζαινε
το αίμα των περιοίκων και που για να προφυλαχτούν απ΄αυτό, στα πρόθυρα του
βάλτου, δηλαδή κοντά στην μπούκα της Σοχιάς και πάνω στο ύψωμα της Καλίτσης
έχτισαν την εκκλησία του αγίου Γεωργίου, γνωστού σωτήρα των ανθρώπων (γιατί
τέτοιον τον πιστεύουν και οι Τούρκοι) από το στοιχειό του βάλτου, δηλαδή την
Ελονοσία και την πρωτοξαδέλφη του Φθίση. Με τον καιρό ή καταχώθηκε ο βάλτος,
όταν η φωτιά και το τσεκούρι απογύμνωσαν τις ράχες του Γερακιού, από κάποια
μεγάλη πλημμύρα, ξανοίχτηκε δίοδος κάτω από τον αη Γιώργη, στράγγισε ο τόπος
και έτσι σχηματίστηκε η Σοχιά.” (2)
Όπως αναφέρει ο Ηλίας Τουτούνης
«αξιοπερίεργο είναι και αυτό χρειάζεται μια ιδιαίτερη επιστημονική μελέτη, ότι
ποτάμια χείμαρροι και μικρά ρέματα, μόνον της ΒορειοδυτικήςΠελοποννήσου και ιδιαίτερα της Ηλείας, κατά
μεγάλο ποσοστό φέρουν θηλυκά ονόματα, όπως: Η Νέδα, η Τσεμπερούλα, η Κόβιτσα
(νυν Αχέρων Ηλείας), η Παρθενία (νυν Μπακιρέϊκα, πηγάζει δυτικά του Λάλα και
χύνεται στον Αλφειό), η Ντουάνα ή Δοάνα ή Ντάλομη (νυν ποταμός Ερύμανθος,
πηγάζει από το όρος Ερύμανθος και χύνεται στον Αλφειό), η Λεστένιτσα (νυν
Ενιπέας), η Σοχιά (διαρρέι την Αμαλιάδα), η Κουρλέσα (βόρεια της Αμαλιάδας), η
Μαργαρίτα (μεταξύ Κουρλέσας και Πηνειού), η Βέργα που διασχίζει την Βουπρασία,
η Μάνα (νυν Λάρισος), και τέλος η Καμινίτσα (νυν Πείρος νομού Αχαίας). (3)
Η Σοχιά, που είναι το πρώτο
παρακλάδι του χείμαρρου Κουρλέσα (το άλλο είναι η Έλισσα, Ελισσών ή ΄Ελισσούς),
διαχίζει την πόλη της Αμαλιάδας, είναι σκεπασμένη σε όλη της την πορεία μέσα
στην πόληκαι είχε νερό μέχρι και τη
δεκαετία του 1970.Κατά τους
Καλοκαιρινούς μήνες δεν έχει καθόλου νερό, είναι ξερολάγκαδο, ενώ κατά τους
χειμερινούς όταν υπάρχουν έντονες βροχοπτώσεις πολλές φορές ξεχειλίζει.
Γέφυρα ¨Σοχιάς¨ κατά την
πλημμύραν της 25 Μαίου 1914.
Κατά τον Ηλία Τουτούνη «οι κύριες πηγές της Σοχιάς βρίσκονται κάτω από τον
οικισμό Αστερέϊκα, στο σημείο εκείνο που σμίγουν ακόμη τρία ρέματα: το
Μπεσερέϊκο, το Παλιολανθίτικο και το ρέμα του Μύλου, που πηγάζει από τα υψώματα
του οικισμού Περιστέρι (πρώην Μπεσερέ) και γενικά από το λόφο Δρυμός που
βρίσκεται μεταξύ των οικισμών Ανάληψη και Περιστέρι, επίσης από την τοποθεσία
Λιτρίβα, τον Αντίλαλο και την Κουτσουπόλακκα. Βραχίονας της Σοχιάς είναι και το
Σιμολάγκαδο. Αυτό είναι ένα μικρό ρέμα που βρίσκεται νοτιοδυτικά του οικισμού
Γεράκι και πηγάζει στη συμβολή του Άσπρου Βράχου και του Αρκουδόβατου, όπου
εκεί υπάρχει ακόμη μια πηγή στην τοποθεσία με το όνομα Γριά ή Γέρου. Ακόμη στο
Σιμολάγκαδο, συμβάλλουν και οι πηγές του κάστρου της Κουκουβίτσας (σημ. Κορυφής).
Επίσης στη Σοχιά χύνονταν η Βρύση του Κούνα, που βρίσκεται στην θέση Σφοντύλα,
από εκεί υδρεύονταν κάποτε οι κάτοικοι του οικισμού Μάρμαρα και η Βρύση στις
Λίμνες. Το ρέμα στην συνέχεια διαρρέει του Αράπη την Κοφίνα, τη Μαθιόλακκα, τη
Μαύρη Λάκκα (περιοχή γηπέδου), εκεί παλιά υπήρχε και μια πηγή δίπλα από του
Παπαχριστόπουλου κοντάτην Πηγάδα ή
Παλιοπήγαδο, και στη συνέχεια η Σοχιά ρέει μεταξύ των δύο οικισμών Καλίτζα και
Ντερβίς-Τζελεμπή (σημερινή Αμαλιάδα).» (4)
Ο Ηλίας Τουτούνης επίσης, μας
πληροφορεί για την ύπαρξη δύο ακόμη πέτρινωνγεφυριών επί της Σοχιάς λέγοντας «στο Σιμολάγκαδο υπάρχουν δύο γεφύρια,
το ένα εξυπηρετούσε τους διερχόμενους προς την τοποθεσία Ψηλά Αλώνια. Λίγα
μέτρα πιο κάτω από τη συμβολή του Σιμολάγκαδου με τη Σοχιά υπάρχει ένα γεφύρι
του Βάκρου ή Κάτου Γιοφύρι». (5)
Για άλλο ένα γεφύρι μας μιλάει ο
Ηλ. Τουτούνης, που φαίναται ότι υπήρχε μέχρι και το 1928 και έπεσε θύμα της
...ανάπτυξης, αναφέροντας ότι «άλλο ένα μικρό και ασήμαντο ρεματάκι πήγαζε
βορειοδυτικά της Αμαλιάδας κοντά στον Άγιο Νικόλα. Αυτό ενώνεται με τον επίσης
μεγάλο χείμαρρο της Αμαλιάδας την Σοχιά και στη συνέχεια δυτικότερα με τον
Κουρλέσα, νοτιοδυτικά της Ροβιάτας στο ύψος της Εθνικής οδού Πύργου Πατρών. Σ’
αυτό το σημείο ήταν το παλιό πέτρινο γεφύρι, ενώ το έτος 1928 κατασκευάστηκε
μια σύγχρονη γέφυρα για τη διέλευση των τροχοφόρων οχημάτων. Από την Εθνική οδό
και μετά την τελευταία ένωση, οι χείμαρροι Κουρλέσα και Σοχιά, συνεχίζουν την
ροή τους με την ονομασία πλέον Κουρλέσα. Ο εν λόγω χείμαρρος, εκβάλλει στο
Ιόνιο Πέλαγος και συγκεκριμένα στην ομώνυμη παραλία του Κασιδιάρη, αφού
τελευταία διαρρέει την τοποθεσία με τ’ όνομα επίσης Κασιδιάρης, που βρίσκεται
δυτικά του οικισμού της Μαραθιάς.» (6)
Θα πρέπει να πούμε ότι το κεντρικό
γεφύρι επί της Σοχιάς, που ένωνε τους δύο κύριους οικισμούς της Αμαλιάδας
Καλίτζα και Ντερβίς Τζελεμπή, κοντά στην σημερινή πλατεία Ελευθερίας,ήταν το Γεφύρι του Κουρουπά και λέγεται ότι
χτίστηκε το 1885 επί δημαρχίας Γεωργίου Ξυδιά.
Το γεφύρι της Σοχιάς στο κέντρο
της Αμαλιάδας μνημονεύεται από τον Θεόδωρο Αθ. Ανδρουτσόπουλο κατά την μάχη της
24/11/1947, την περίοδο του καταστρεπτικού εμφυλίου πολέμου δείνοντας συγχρόνως
και σημαντικές πληροφορίες για την τότε ζωή και τοπογραφία της πόλης, λέγοντας
ότι «...μέσα στο ναό ο εσπερινός της γιορτής συνέχιζε αρμονικά, ενώ έξω ο
καιρός ψιλόβρεχε...Στο κέντρο της πόλης, πλάϊ στο κεντρικό γιοφύρι τη Σοχιάς,
υπήρχανε στα δυτικά του τα καφενεία του Γιώργη και του Διονύση Κίντου.
Παραπλεύρως στο στενό και γωνία, ήτανε και το εστιατόριο των αδελφών
Καλύβα...Βορειοανατολικά του ιδίου γεφυριού υπήρχανε παράγκες και σπίτι της
Σοφίας Γιοβάνη ή Κουρκουμέλη, με το μανάβικο του Θανάση Κοντονή, το κουρείο του
Νίκου Σαγιά με βοηθό του τον Κώστα Δρακόπουλο ή Κούνο, που ήτανε και
ποδοσφαιριστής, το κρεοπωλείο του Χρήστου Κουρλαμπά και κάποια ταβέρνα...» (7)
Και παρακάτω «...το νεαρό Γιάννη
Παπανδρικόπουλο οι πρώτες ριπές τον βρήκανε στη λεωφόρο, έξω από το ξυλουργείο
του Διονύση Ξένου. Φοβισμένος καθώς ήτανε μπήκε στο ξέφωτο στενό οικόπεδο,
πηγαίνοντας εκεί που ήτανε το σπίτι του Σάκη Πανόπουλου. Μόλις είχε φύγει από
το κουρείο του Σαγιά, από το γιοφύρι της Σοχιάς και κατευθυνόταν στο
¨Πάνθεον¨...Ο ψάλτης Θανάσης Ανδρουτσόπουλος ξεκίνησε να γυρίσει στο σπίτι του.
Πήρε τον κεντρικό δρόμο με το γιοφύριτης αγοράς, να φτάσει στη Ρήγα Φεραίου...» (8)
Σημειώσεις-βιβλιογραφία
(1).ΗλειακάΤριμηνιαίο περιοδικό λαογραφικής-ιστορικής
και γλωσσικής σπουδής της Ηλείας. Εκδότης -διευθυντής Ντίνος Δ. Ψυχογιός Τεύχος
ΙΔ'-ΙΕ' 1958 Λεχαινά σελ. 335
Ένα γεφύρι 2.300 και πλέον χρόνων, από την εποχή του Επαμεινώνδα του Θηβαίου.
Βρίσκεται στην τοπική κοινότητα Νεοχωρίου του δήμου
Οιχαλίας, στην έξοδο του χωριού από Μελιγαλά, στην περιοχή της αρχαίας Βαλύρας.
Ενώνει τα χωριά Μελιγαλά, Νεοχώρι και Μαγούλα (Στενύκλαρος) και λέγεται και
“δυοφύρι της Μαυροζούμενας” ή“ Τρικέφαλο
γεφύρι”. Στην περιοχή είναι γνωστό σαν “Γέφυρα Βαλύρας” ή “ Τρίστατο γεφύρι της
Μαυροζούμενας”.
Το τρικέφαλο γεφύρι της
Μαυροζούμενας.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για
τρεις γέφυρες σε σχήμα Υ στη θέση “Διπόταμο”, στο σημείο ακριβώς που ενώνονται
τα ποτάμια Χάραδρος (Τζαμής) και Ξάστερος (Λευκασίας). Τα δυο αυτά ποτάμια
ενώνονται αμέσως μετά το γεφύρι και δημιουργούν έτσι τον ποταμό Βαλύρα ή
Μαυροζούμενα (Παραπάμισος ή Πίρνατσα ή Πύρνακας), που στο Πλατύ συναντιέται με
τον ποταμό του Αγίου Φλώρου δημιουργώντας από κοινού τον Πάμισο που εκβάλει
στην “Μπούκα”, του μεσσηνιακού κόλπου.
Η κατασκευή του ανάγεται στον 4ο
π.χ αιώνα, την εποχή ακριβώς που χτίστηκαν και τα τείχη της αρχαίας Ιθώμης των
Μεσσηνίων από τον Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα, ενώ άλλοι θεωρούν ότι είναι χτίσμα
του 2ου αιώνα και η τοιχοδομία του είναι παρόμοια με τα τείχη της αρχαίας
Μεσσήνης.
Κάτοψη της γέφυρας. AbelBlouet 1831
Λέγεται ότι είχε 17 καμάρες και η
θεμελίωσή της στο κατώτατο μέρος της αποτελείται από ορθογώνιους μεγάλους
λίθους.
Έχει υποστεί στο πέρασμα του χρόνου
κάποιες βυζαντινές και τούρκικες προσθήκες και παρεμβάσεις.
Το αρχαίο από κατάντη ορθογώνιο παράθυρο. AbelBlouet 1831
Κάποια ανακατασκευή του φαίνεται ότι έγινε τον
12ο ή 13ο αιώνα από τη χήρα του στρατηγούΜαυροζούμη, Ελένη, που κατοικούσε επί Βυζαντίου στο Νεοχώρι, από την
οποία πήρε και το όνομά της. Ίσως πρόκειται για τον στρατηγό Ιωάννη Μαυροζούμη
(ή κάποιον απόγονό του), που διατάχτηκε από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο το 1185,
να σπεύσει από την Πελοπόννησο και να βοηθήσει τη Θεσσαλονίκη από την πολιορκία
των Νορμανδών. Όπως λέει ο Γιάννης Κορδάτος “επίσης ο στρατηγός Ιωάννης
Μαυροζούμης (Μαυροζώμη τον
αναφέρει), που διατάχτηκε από την Πελοπόννησο να κινητοποιήσει το στρατό του
και νάρθει να ενισχύσει την άμυνα της Θεσσαλονίκης, όργανο και αυτός των
φεουδαρχών, ενώθηκε με τους Νορμανδούς”. Επίσης ο εν λόγω Έλληνας
ιστορικός αναφέρει, σε τεκμηρίωση των παραπάνω, ότι και ο Παπαρρηγόπουλος
γράφει πως“ο Ιωάννης Μαυροζώμης
φοβηθείς μη πάθη παρ' Ανδρονίκου δεινόν τι, προετίμησε να εισέλθη εις την
κινδυνεύουσαν πόλιν, και επιτέλους, επειδή είδεν ότι ελπίς σωτηρίας δεν υπήρχε,
συνετάχθη, ως φαίνεται, μετά των πολεμίων. Τουλάχιστον κατά την ημέραν της
αλώσεως αναφέρεται υπό του Ευσταθίου (Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης) φιλικώς
οπωσούν προς ένα των ηγεμόνων αυτών διακείμενος”. (1)
E. A. Martel 1892
Η τοξωτή ανoδομή της γέφυρας έγινε
επί τουρκοκρατίας, αναφέρεται από τον Παυσανία και λέγεται ότι είναι το
αρχαιότερο σε πλήρη λειτουργία γεφύρι στην Ευρώπη με τεχνική, που μοιάζει μ'
αυτή της Μυκηναϊκής περιόδου. Την ίδια εποχή, κατά τον Ιωνά Κεφάλα (δικαστικός
και λογοτέχνης) από τη Λάμπαινα (Λέζι), απόγονος του Παναγιώτη Κεφάλα που
σκοτώθηκε μαζί με τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι το 1825, χτίστηκαν συνολικά 7
γέφυρες. Οι 6 στον Μαυροζούμενα (Βαλύρα) και η μία στον Πάμισο.
Παλιά φωτογραφία του γεφυριού.
Από το σημείο αυτό περνούσε η παλιά
οδός της Αρκαδικής πύλης της Μεσσήνης, που διασταυρωνόταν μ' αυτήν που ερχόταν
από τις Φαρές και την Θουρία και μέσω του γεφυριού οδηγούσε στο μεσσηνιακό
θρησκευτικό κέντρο της Ανδανίας και στην Αρκαδία.
Πρόκειται για μοναδικό δείγμα
γέφυρας, όπως αναγράφεται σε ταμπέλα που έχει στηθεί δίπλα, κατασκευασμένης
αντίστροφα προς το ρεύμα των ποταμών, γεγονός που μαρτυρά την πρωτοποριακή
τεχνική των μαστόρων της αρχαιότητας.
Είναι παλιό σαν και το γεφύρι της
Άρτας όπως επίσης και αυτό λέγεται ότι είναι στοιχειωμένο από το φάντασμα της
γυναίκας, που χρειάστηκε να χτιστεί στα θεμέλιά του για να στεριώσει. Είναι
επίσης τόσο παλιά όσο του Άργους και της Ελευσίνας.
Η επιγραφή. Βέης Νίκος.
«Χριστιανικαί επιγραφαί Μεσσηνίας μετά σχετικών αρχαιολογημάτων»
Ο Ν. Βέης, βυζαντινολόγος,
καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός (1883-1958), διάβασε δυσανάγνωστη
επιγραφή με κεφαλαία γράμματα στο δεξί μέρος της πρώτης καμάρας στο δυτικό
μέρος του γεφυριού.
“ ΕΚΠΕΡΕΩΘΗ ΤΟ
ΔΗΟΦΙΡΙ ΤΗΣ
ΜΑΥΡΟΖΟΥΜΕΝΗΣ
ΔΙΕΞΟΔΟΝ ΕΜΟΥ ΣΙΝΑΝ
ΣΟΥΜΠΑΣΙ-ΟΥ
ΚΑΡΙΤΕΝΟΥ
Δηλαδή, ¨Επισκευάστηκε το γεφύρι
της Μαυροζούμενας, με έξοδα εμού του Σινάν Σουμπασίου από την Καρύταινα”.
Η επιγραφή ανακαίνησης της γέφυρας. Φώτο: Αργύρης
Πετρονώτης.
Πότε και τι αφορούσαν αυτές οι επισκευές μας είναι άγνωστο.
Γκραβούρα της γέφυρας. Από το αρχείο Αντώνη
Γαλερίδη.
Η βάση του γεφυριού είναι καλυμμένη
από στρώμα ασφάλτου για τις ανάγκες τουσαν δημοσίας οδού, κάτω όμως απ' αυτό υπάρχει καλντερίμι ενώ πάνω του
έχουν τοποθετηθεί σιδερένια διαχωριστικά. Οι καμάρες του είναι σκεπασμένες με
άγρια βλάστηση και ασφαλώς χρειάζεται καθαρισμός όπως επίσης επισκευές και
συντηρήσεις από ειδικούς.
Τα οξυκόρυφα τόξα απο Μελιγαλά. AbelBlouet 1831
Τα σιδερένια στηθαία δεξιά και
αριστερά του γεφυριού είναι νεότερες προσθήκες , που έγιναν επί χούντας.
Το γεφύρι της
Μαυροζούμενας του τμήματος προς Μελιγαλά. Πηγή: Γιάννης Λύρας.
Από κατάντη διακρίνουμε 7 καμάρες
και ένα μικρό ανακουφιστικό άνοιγμα, στο αριστερό δυτικό σκέλος κάτω χαμηλά,
χτισμένο με γιγάντιες πέτρες μυκηναϊκής τεχνοτροπίας. Στο βόρειο σκέλος του
γεφυριού υπάρχουν δύο καμάρες, ενώ συνολικά το γεφύρι έχει 9 καθώς επίσης και
το μικρό ανακουφιστικό άνοιγμα. Το πλάτος του γεφυριού είναι5,20 και το μήκος στον Νότιο τομέα 119,20 και
τον Βόρειο 40,00 μέτρα
Οι ντόπιοι λένε ότι υπάρχουν συνολικά 17 καμάρες, οχτώ επιπλέον δηλαδή
συμφωνώντας έτσι με τις αρχαίες μαρτυρίες, που βρίσκονται χωμένες στο βόρειο
και τον ανατολικό τομέα του γεφυριού.
Οι μεταλλικές παρεμβάσεις. (Φώτο: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου).
Βασικά ο βόρειος τομέας με τις εκεί
δύο καμάρες του, είναι ανενεργός και ανακούφιζε (και ανακουφίζει) το γεφύρι από
τα κατά περιόδους κατεβάσματα του Χάραδρου.
Ο Ξάστερος (Λευκασία ή Άμφιτος ή
Μηλέικο ποτάμι) έρχεται από τα χωριά Ψάρι, Βασιλικό, βρυσοχώρι, Μάνθι, Μίλα (
Μήλα ή Μύλα, από τον Μύλη που ήταν γιος του πρώτου βασιλιά της Σπάρτης Λέλεγου.
Στη Μύλη αποδίδεται η εφεύρεση κατασκευής του μύλου.) (2), ενώ ο Χάραδρος
(Τζαμής) από την Αγία Θεοδώρα Αρκαδίας και Βάστα.
Κάθε ένας από τους τρεις βραχίονες
της γέφυρας αντιστοιχεί σ' έναν από τους τρεις δρόμους που ενώνονται σ' αυτό το
σημείο.
Φώτο του 1930. Antoine Bon. "Ταξίδι στην Ελλάδα", έκδοση 1934.
Μνημονεύεται από τον Πουκεβίλ, που
λέει: “...φτάσαμε στη συμβολή των ρυακιών που εγώ αποκαλώ Ηλέκτρα, Κνέος και
Βαλύρας, και που ενωνόμενα όλα μαζί σχηματίζουν τον ποταμό Μαυροζούμενα...δεν
αργήσαμε να φτάσουμε στο τριπλό γεφύρι του Πάμισου ή Πιρνάτσα...το γεφύρι όπου
σταθήκαμε πρέπει να ανάγεται σε χρόνους προγενέστερους του αιώνα του Επαμεινώνδα,
αν αληθεύει ότι οι στυλοβάτες του τμήματος κάτω από το οποίο κυλάει το ποτάμι
της Μαυροζούμενας στηρίζονται πάνω σε κυκλώπεια υποδομή. Όσο για το τμήμα του
γεφυριού πάνω από τον Πάμισο, αυτό έχει αρχαία Ελληνική δόμηση, όπως άλλωστε
και το στηθαίο του, η προέκταση του οποίου συνοδεύει ένα υποβασταζόμενο από
καμάρες ανάχωμα, που συμπληρώνει το τρίτο τμήμα του γεφυριού.”
Η γέφυρα από βορρά, πριν
το 1883. Πηγή: Αργύρης Πετρονώτης. Από το αρχείο Αντώνη Γαλερίδη.΄
Και συνεχίζει ο Γαλλος Περιηγητής: “...ο ποταμός δέχεται από τη δεξιά
όχθη του ένα ποταμάκι του όρους Εύα, προερχόμενο από το χωριό Κωνσταντίνοι, και
μια λεύγα πιο κάτω, δέχεται τον Μαυροζούμενα ή ποτάμι της Μεσσήνης, ο οποίος
διοχετεύει στον Πάμισο τα νερά δεκατεσσάρων παραποτάμων του, προτού φτάσει στο
προαναφερόμενο τριπλό γεφύρι. Τα χωριά Τζεφερεμίνη και Πήδημα τροφοδοτούν τον
Πάμισο από την αριστερή όχθη του, με τα δυο τελευταία ποτάμια τα οποία
επαυξάνουν το ρεύμα του...από αυτό το σημείο συμβολής και έπειτα, ο Πάμισος έχει
μια ομαλή ροή καταλαμβάνοντας όλη την κοίτη του μέχρι τη θάλασσα, όπου χάνεται
μέσα σ' ένα λιμανάκι, γνωστό στους θαλασσινούς ως Νησί, ή Μπούκα της
Καλαμάτας.”(4)
Από τη μαρτυρία του Πουκεβίλ
φαίνεται ότι το γεφύρι, ίσως, είναι παλιότερο της εποχής του Επαμεινώνδα,
χτισμένο πάνω στα βάθρα παλιότερου, κυκλώπειας τεχνικής. Φαίνεται, επίσης, ότι
είχε στηθαία, τα οποία πιθανώς καταστράφηκαν αργότερα λόγω επισκευής ή
επέκτασης του καταστρώματος του γεφυριού της Μαυροζούμενας.
Από Βορρά το γεφύρι και η Ιθώμη. 1858. Σκίτσο Thomas Wyse.
Μαζί με αυτά του Αλφειού στην
Καρύταινα,της Ρασίνας (Ελληνιστικό
γεφύρι) στη Λακωνία και του Κόπανου στον Ευρώτα, είναι τα τέσσερα γεφύρια που
σχολιάστηκαν και σχεδιάστηκαν περισσότερο απ' όλα τ' άλλα από τους ιστορικούς
και τους περιηγητές της εποχής τους αλλά και μεταγενέστερα.
Υπάρχει και μια ακόμη μαρτυρία για το γεφύρι που λέει ότι "...ακολουθώντας τις όχθες του Μαυροζούμενου σε μισή ώρα φτάσαμε σε μια αξιομνημόνευτη γέφυρα, που προσέχεται από κάθε ταξιδιώτη και που ο Curtius το χαρακτηρίζει ως το εντυπωσιακότερο μνημείο του είδους του στην Ελλάδα...Συνήθως ονομάζεται Μαυροζούμενος, αλλά και μερικές φορές Πιρνάτζα, μια εκσυγχρονισμένη παραφθορά του Πάμισου, που ποτίζει την κάτω πεδιάδα της Μεσσηνίας...Είναι ένα είδος τριπλής γέφυρας, αρκετού ύψους και πλάτους που εξασφαλίζει το ελεύθερο πέρασμα κάθε εποχή του χρόνου, όχι μόνο την προστασία από την πορεία του ποταμού αλλά και από το ξεχείλισμα του ποταμού. Από πρώτη ματιά η κατασκευή φαίνεται σαν μεσαιωνική ή οθωμανική, όπως φαίνεται από τα οξυκόρυφα τόξα και το μικρό πλάτος. Με μια πιο προσεκτική παρατήρηση μάλλον είναι αποτέλεσμα επισκευών πάνω σε ερείπια μιας παλιάς Ελληνικής κατασκευής. Ένα άνοιγμα, αντί για τόξο επιτρέπει το πέρασμα του νερού και υπάρχουν και άλλα. Αυτά τα ανοίγματα μοιάζουν πολύ με εκείνα που υπάρχουν στους πύργους και τα τείχη της Μεσσήνης. Σε μια πέτρα στην βορειοδυτική πλευρά ή στην είσοδο της γέφυρας από τη μεριά της Ιθώμης βρήκαμε μια επιγραφή σε κακή κατάσταση. Ήταν γραμμένη με σύγχρονους χαρακτήρες. Συνεπώς το γεφύρι χρονολογείται από το ξαναχτίσιμο της Μεσσήνης από τον Επαμεινώνδα. Δεν είναι καθαρό αν πρόκειται για την αρχική κατασκευή ή απλά επισκευάστηκε εκείνη την εποχή. Πιθανότατα ισχύει το πρώτο, αφού φαίνεται δεν ήταν δυνατό να υπήρχε μεγάλη ανάγκη για μόνιμη γέφυρα πριν". (5)
Δυτικά, από Νιχώρι. Πηγή: Αργύρης Πετρονώτης.
Έχει χαρακτηριστεί μνημείο και
είναι από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της περιοχής αλλά και της χώρας, τόσο για
την παλαιότητά της, όσο και για την αρχιτεκτονική της.
Το σπουδαίο και ιστορικό αυτό
γεφύρι που έχει φωτογραφηθεί, σχεδιαστεί και δημοσιευθεί περισσότερο από κάθε
άλλο στην Πελοπόννησο από περιηγητές, ιστορικούς, φωτογράφους και άλλους και το
οποίο με τις διάφορες ανασκευές, προσθήκες και επισκευές χρησιμοποιείται αδιάλειπτα από την κατασκευή του μέχρι σήμερα –ίσως και να είναι μοναδική
περίπτωση στην Ευρώπη- θα πρέπει να τύχει της ανάλογης προσοχής από τους
αρμοδίους με την δημιουργία σχεδίου ανάδειξής του.
Σκίτσο γεφυριού. Πηγή:
Αργ. Πετρονώτης
Σημειώσεις-βιβλιογραφία.
1.Γ. Κορδάτος. Μεγάλη ιστορία της
Ελλάδας. Βυζάντιο Α'. Εκδόσεις 20ος αιώνας. Αθήνα 1959. Σελ. 577