Πετρογέφυρα: διαδρομές...της φύσης τα καμώματα...δημιουργήματα...μνήμες...αναφορές...βιώματα
Τιμή στους μάστορες, που άφησαν με τα εμπνευσμένα έργα των χεριών τους το ίχνος τους στην ιστορία της νεοελληνικής αισθητικής, σμιλεύοντας την πέτρα και δαμάζοντας το νερό της Πελοποννησιακής γης, με την απαράμιλλη τεχνική τους, τη φλόγα της ψυχής τους και το σεβασμό στη φύση. Ας γνωρίσουμε αυτούς και τα έργα τους.
Ο Σειραίος ή
Βερβιτσιώτικο ποτάμι πηγάζει από την περιοχή των χωριών Σειρές, Πάος,
Δεχούνι και Βεσίνι και το όνομάτου το
πήρε από την αρχαία πόλη των Σειρών, ερείπια της οποίας υπάρχουν στην περιοχή.
Κυλάει παράλληλα με τον εθνικό δρόμο Πάτρας-Τρίπολης (111) και χύνεται σαν
δεύτερο παρακλάδι στον κεντρικό Ερύμανθο, στα Τριπόταμα (Ψωφίδα).
Τοπογραφία γεφυριών Σειραίου: Α: Τουρκογέρφυρο Β: Αγίου Βασιλείου.
Σείραι ή Σειρές ήταν αρχαία πόλη των Αζανών
της αρχαίας Αρκαδίας, της τέως επαρχίας και του νυν δήμου Καλαβρύτων.
Σύμφωνα με το Παυσανία, που πέρασε από την περιοχή, οι «Σείραι» ήταν αρκαδική
πόλη στην χώρα του Κλείτορακαι στα
σύνορα με την Ψωφίδα, επίσης τότε αρκαδική πόλη. Βρισκόταν δίπλα στο δάσος του
Σόρωνος και κοντά της υπήρχαν τα ερείπια της πολίχνης Πάος. Ήταν κατά την
αρχαιότητα μία από τις δεκατέσσερις πόλεις της Αρκαδικής Αζανιάδας.
Το σημερινό
χωριό Σειρές (Βερσίτσι μέχρι το 1928) είναι χτισμένο σε υψόμετρο 940 μέτρων σε
μια δυσπρόσιτη και μαγευτική πλαγιά της βερσιτσιώτικης οροσειράς του «Μελισσού»
ή «Αηλιά», που μοιάζει με αετοφωλιά.
Το Τουρκογέφυρο από κατάντη. Φώτο: Αρχείο Γεφυριών
Πελοποννήσου.
Η ονομασία
Βερσίτσι είναι σλαβικό τοπωνύμιο, που σημαίνει τόπο με πολλά και κρύα νερά. Οι
διάφορες σλαβικές ονομασίες στην ευρύτερη περιοχή της Αροανίας και σε άλλα μέρη
της Πελοποννήσου αποτελούν κατάλοιπο της εγκατάστασης των Σλάβων ποιμένων και
ξυλοκόπων του 9ου μ.χ. αιώνα, οι οποίοι συγχωνεύθηκαν από το ντόπιο
στοιχείο.
Το
γεφύρι βρίσκεται κοντά στο χωριό Σειρές σε υψόμετρο 580 μέτρων, είναι
μονότοξοκαι σε καλή κατάσταση. Κατά
μαρτυρίες των ντόπιων χτίστηκε το 1890 και εξυπηρετούσε – και ακόμη εξυπηρετεί
– τις ανάγκες των κατοίκων των κοντινών χωριών Σειρές, Δεχούνι, Πάος και Βεσίνι.
Είναι χτισμένο επί
του Σειραίου ποταμού ή «Βερτσιώτικο ποτάμι» ή σκέτο «Ποταμιά» στη θέση
«Παπαθανάση», στο δρόμο προς το μύλο του «Μάρκου». Δεν υπάρχουν στοιχεία για
τον πρωτομάστορα και τον δωρητή του γεφυριού.
Η επιφάνεια διάβασης.
Φώτο: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου.
Πρόκειται για ένα
πέτρινο γεφύρι χωρίς στηθαία, με μια σειρά θολίτες μήκους 60 εκατοστών που
αποτελούν συγχρόνως την καμπυλωτή επιφάνεια διάβασής του και με καταβιβασμένο τόξο με
στόχο την επίτευξη ελαφρώς επικλινούς καταστρώματος.
Η ονομασία του πιθανώς να σημαίνει ότι είναι χτισμένο στη
θέση παλιού γεφυριού, που υπήρχε επί τουρκοκρατίας. Και η περιοχή δικαιολογεί
την ύπαρξη τέτοιου παλιού γεφυριού.
Πρόκειται για παλιά γέφυρα με
πέτρινα βάθρα, πανομοιότυπα με αυτά των δύο κοντινών γεφυριών, Λειβαδιού και
Τσάγανου.Είχε ξύλινη βάση και ένωνε τις
όχθες του ποταμιού που έρχεται από τα χωριά του δήμου Καλαβρύτων Λεχούρι και Λειβάρτζι
και που λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω χύνεται στον Αροάνιο.Το ποτάμι αυτό
έχει νερό όλο το χρόνο και οι σπουδαιότερες πηγές του είναι ο «Κρουσταλλός» στο
Λιβάρτζι και το «Κεφαλόβρυσο» στην περιοχή «Διλιβίνα», στο Λεχούρι.
Υπάρχουν ακόμη τα τρία βάθρα της και μόλις διακρίνεται το τέταρτο. Όχι
για πολύ όμως γιατί χρόνο με το χρόνο κονταίνουν, αφού οι ντόπιοι αφαιρούν όλο
και πιο πολλές πέτρες για δική τους χρήση.
Χτίστηκε επί δημαρχίας
Γεωργίου Αριστείδη Θούα, στις αρχές του 20ου αιώνα. Βρίσκεται στην
τοποθεσία «Διπόταμο» ή «Λέλου Χαλιά», γιατρού από το Λειβάρτζι, στην περιοχή Λειβαρτζινό,
που ανήκει στην ευρύτερη περιφέρεια του Λειβαρτζίου. Όταν έγινε ο καινούργιος
δρόμος Πύργου-Ολυμπίας-Καλαβρύτων, το Ξυλογέφυρο έπεσε σε αχρησία και ο καθένας
έπαιρνε τα ξύλα της βάσης και τις πέτρες από τα βάθρα και έτσι καταστράφηκε.
Εξυπηρετούσε τα χωριά του κάμπου με τα Καλαβρυτοχώρια, οι κάτοικοι των οποίων
περνούσαν από εκεί για τις δουλειές του κάμπου σταφίδα, αμπέλια, ελιές κλπ. Η
Ξυλογέφυρα έγινε γιατί ήταν αδύνατο το χειμώνα να περάσει κανείς λόγω του πολύ
νερού και των συχνών «κατεβασμάτων» του ποταμού.
Ξυλογέφυρο στο Λειβαρτζινό.
Φώτο: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου.
Η περιοχή Λειβαρτζινό με
την διπλανή «Σέλτσα», ή «Σέλιτσα» που κατά τον Περικλή Π. Δουδούμη είναι
Σλαβική λέξη, βρίσκεται στις νοτιοανατολικές παρυφές του Ερύμανθου, σε ένα
όμορφο τοπίο, στην είσοδο του δρόμου για τα χωριά Λειβάρτζι, Λεχούρι και του
οικισμού Κερασιά (Κερέσοβα). (1) Παλιά, το χειμώνα οι κάτοικοι αυτών των χωριών
συνήθιζαν να κατεβάζουν τα ποίμνιά τους (τα «πράματά» τους) εδώ για να
ξεχειμωνιάσουν, γιατί ο χειμώνας ήταν πιο μαλακός και το χιόνι λιγότερο. Ως εκ
τούτου το Ξυλογέφυρο ήταν απαραίτητογια ανθρώπους και ζώα.
Στα παλιά χρόνια, τα προκατοχικά χρόνια αλλά
και μέχρι την δεκαετία του 1960 οι κάτοικοι των ορεινών χωριών της Αροανείας,
των Τριποτάμων (Ψωφίδας), της Δίβρης (Λαμπείας) και της Γορτυνίας λόγω της
ανέχειας και άρα της ανάγκης για δουλειά και επιβίωση, αναγκάζονταν να
κατεβαίνουν κυρίως στον κάμπο της Ηλείας για εποχική απασχόληση σε αγροτικές
δουλειές, όπως σκάψιμο αμπελιών, τρύγο, ελιές, σταφίδα κλπ.
Τα εναπομείναντα βάθρα του Ξυλογέφυρου. Φώτο: Αρχείο Γεφυριών
Πελοποννήσου.
Χαρακτηριστική είναι παρακάτω μαρτυρία:
«Οι γεωργικές εργασίες είναι εποχιακές και στην
κτηνοτροφία μπορούν να ασχοληθούν και λιγότερο παραγωγικά άτομα. Έτσι υπήρχε
πάντα πλεονάζον εργατικό δυναμικό, που ζητούσε να συμπληρώσει το οικογενειακό
του εισόδημα μισθώνοντας την εργασία του. Το σκάψιμο της σταφίδας και των
αμπελιών στους κάμπους και τα λιγοστά δημόσια έργα είναι οι μόνες
δραστηριότητες που απασχολούν ανειδίκευτους εργάτες. Καραβάνια ολόκληρα
μετέβαιναν ποδαρόδρομοστην Ηλεία, Μεσσηνία, Βόχα κ.α. όπου ¨ήλιο με ήλιο¨
δούλευαν με το ξινάρι ή έκαναν τις πιο
βαριές εργασίες για το λιγοστό μεροκάματο, που ποτέ δεν ήταν αρκετό να καλύψει
τις βασικότερες ανάγκες. Στα μέλη των μπουλουκιών αναπτύσσονταν ισχυρός
συντροφικός σύνδεσμος και κατα τη διάρκεια της εργασίας τα ισχυρότερα βοηθούσαν
τα αδύνατα για να μην ¨τα σχολάσει τ’ αφεντικό¨. Αλλά και εκτός εργασίας η
κοινωνική τους συμπεριφορά και αλλυλεγγύη ήταν αξιοζήλευτη. Οι ¨πρωτάρηδες¨ήσαν
πάντοτε κάτω από την προστασία μεγαλυτερων και έμπειρων εργατών. Οι γυναίκες
έχαιραν το μεγαλυτερο σεβασμό...». Και παρακάτω «Τα γαϊδούρια και, δυστυχώς, οι
γυναίκες (ζάλωμα) ήταν για τις ... εσωτερικές μεταφορές, ενώ τα άλογα και
κυρίως τα μουλάρια για τις ... διεθνείς. Μετέφεραν προϊόντα ή ανθρώπους στα
μεγάλα ταξίδια για τον Πύργο της Ηλείας και αλλού. Το χάνι του Κουτσιουρούμπα
ήταν ο αναγκαίος σταθμός-ανάσα στην εξαντλητική πορεία. Έχει συνδεθεί με τις
καλύτερες στιγμές, που διατηρούνται ζωντανές – ιδίως οι ευτράπελες – στη μνήμη
όσων τις έζησαν αλλά και όλων των Βαχλαίων από τις άπειρες επαναλήψεις. Οι
ευφυέστατοι χωρικοί μας, χάριν της τόσο απαραίτητης ψυχαγωγίας τους, αλλά και
προκειμένου να εξασφαλίσουν...την εύνοια της ιδιοκτήτριας και να έχουν ένα καλό
¨αποκούμπι¨έγιναν οι πρωτοπόροι της ...βιοϊατρικής! Μ’ ένα μποτσίκι εφάρμοζαν
μια πρωτότυπη, και όπως αποδείχθηκε επιτυχημένη μέθοδο γονιμότητας στο άτεκνο
ζευγάρι. Τύφλα να ‘χουν οι γιατροί του...σωλήνα». (2)
Η διαδρομή που ακολουθούσαν ήταν «Ξυλογέφυρο»
Λειβαρτζινού-γεφύρι Τριποτάμων-Χάνι «Ρουμελιώτη»-«Κοπέλας Βρύση»-Χάνι
«Καρλέτση»- για τους Καλαβρυτινούς και «Λειβαρτζινό» γεφύρι ή «Παραλογγίτικο»
γεφύρι-Χάνι «Ρουμελιώτη»-«Κοπέλας Βρύση»-Χάνι «Καρλέτση» για τους Γορτύνιους.
Οι δρόμοι τους συναντιόντουσαν στα χάνια «Ρουμελιώτη» και «Καρλέτση»,
κατέβαιναν τη χαράδρα της Δίβρης, ανέβαιναν τον «Κακό Ανήφορο» και
διανυχτέρευαν στο χάνι «Θεοφάνη». «Στο κατώϊ τα ζα, πάνου οι ανθρώποι».
Χάνι Θεοφάνη. Φώτο: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου.
Ο Γυμνασιάρχης Γεώργιος
Παπανδρέου από το χωριό Σκούπι (Πάος) Καλαβρύτων, που τελειόνοντας το
σχολαρχείο Πύργου και μετά τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Αθήνας διορίστηκε
στον Πύργο, γράφοντας στις αρχές του 20ού αιώνα, λέει ότι «...πάμπολλοι έκ
Γόρτυνος, εκ Καλαβρύτων, εκ Λαμπείας και άλλοθεν, ή κατεβαίνοντας περιοδικώς
και καλλιεργούσι σταφίδας εν Ηλεία, χωρίς να εγκαταλείπωσι τας μονίμους αυτών
κατοικίας εν ταις πατρίσι αυτών (δηλ. εν Καλαβρύτοις, Γόρτυνι, Λαμπεία, κλπ.),
ή εγκαθίστανται μονίμως προς τούτο εν Ηλεία κτίζοντες πολλάκις και ιδίους
συνοικισμους, εξ ου πολλά νέα χωρία εν Ηλεία συνωκίσθησαν υπό ορεινών, μάλιστα
μεν Γορτυνίων, αλλά και Καλαβρυτινών και άλλων άλλοθεν (Φενεατών, Αρκάδων,
Λαμπιέων, κλπ)». (3)
Και παρακάτω «...η επαρχία εν αρχή του μετά τον ιερόν αγώνα
βασιλείου κατωκείτο πυκνώς, κατόπιν δ’ όμως συν το χρόνω ηραιούτο, διότι οι
κάτοικοι αυτής δια το ορεινόν καο πτωχόν του εδάφους άλλοι μεν κατήρχοντο εις
τας ομόρους και ευφόρους επαρχίας Πατρών και Ηλείας, μάλιστα δε της Αιγιαλείας,
ένθα και κατώκουν μονίμως οι
Χάνι Θεοφάνη από το 1912.
Φώτο: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου.
πλείστοι καλλιεργούντες
σταφιδώνας και αμπελώνας και ελαιώνας και σιτηρά και άλλα γεωργικά προϊόντα,
άλλοι δε καλλιεργούντες τα αυτά εν ταις αυταίς, ως άνω, επαρχίαις μετέβαιναν
μεν εις τα εν αυταίς κτήματα των πολλάκις του έτους προς καλλιέργειαν, κατώκουν
δ’ όμως εν Καλαβρύτοις, η αυτή δε κατάστασις εξακολουθεί και μέχρι του νυν,
δηλ. άλλοι μεν φεύγουσι πανοικεί και εγκαθίστανται εν Ηλεία, Πάτραις και
Αιγιαλεία, άλλοι δε κατοικούσι μεν εν Καλαβρύτοις, αλλά μεταβαίνουσι προς
καλλιέργειαν των εν Ηλεία, Πάτραις και Αιγιαλεία κτημάτων των πολλάκις του
έτους, άλλοι δε τέλος τον μεν Χειμώνα διαμένουσι μονίμως εν ταις εν λόγω
επαρχίαις, το δε θέρος ανεβαίνουσι και κατοικούσι μονίμως εν Καλαβρύτοις».
(4)
Από εκεί οι δρόμοι τους χώριζαν
και όσοι πήγαιναν στον κάμπο της Αμαλιάδας διάλεγαν το δρόμο «Διβριώτικα
Αμπέλια»-χάνι «Πανόπουλου»-Πηνεία φθάνοντας στον προορισμό τους ενώ όσοι ήθελαν
να πάνε στα καμποχώρια του Πύργου διάλεγαν τον δρόμο «Διβριώτικα
Αμπέλια»-«Παναίτσα»-Κούμανι-Λάλα-Πλάτανος-Πύργος. Υπήρχε και άλλος δρόμος από
«Σινοβίθι», κοντά στη σμίξη του Διβριώτικου ποταμιού ή ρέμα Κλομποκής με τον Ερύμανθο,
για όσους ήθελα να αποφύγουν τον «Κακό Ανήφορο». Στην περιοχή του χωριού Πεύκες
(Βίλιζα μέχρι το 1928) υπήρχε καφενείο της παλιάς εποχής, όπου οι διερχόμενοι
από εκεί μπορούσαν να σταματήσουν αν ήθελαν να πιούν νερό, το οποίο «πλέρωναν»
ένα δίφραγκο το ποτήρι. «Λουκούμι και Δίφραγκο», όπως χαρακτηριστικά έλεγαν
μέχρι πρόσφατα οι γεροντότεροι. Και έτσι έμεινε. Έπρεπε να πληρώσεις το
λουκούμι για να πιείς το πολύτιμο νερό. (5)
Υπάρχει μία μαρτυρία που μιλάει για δύο γεφύρια που χτίστηκαν το 1898
στου Καλιακούδα τον μύλο η πρώτη και στον Ολουκό (Ελουκό) η δεύτερη. Η μαρτυρία
αναφέρει ότι: «Εάν εξαιρέσει τις την διαχείρησιν το κληροδοτήματος Θεοδ.
Τσαβλήρη ο κ. Γ. Θούας αποτελεί εξαιρετικήν τιμήν δια τον τόπον. Επί των ημερών
του δε και δι’ ενεργειών του κατεσκευάσθησαν εν έτει 1898 αι δύο γέφυραι η μία
εις του Καλιακούδα το μύλο και η άλλη εις Ολουκόν εκ του επαρχιακου οδικού
ταμείου» (6)
Το καφενείο στις Πεύκες. Φώτο:
Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου.
1.Περικλή Π. Δουδούμη ή
Ντουντούμη. «Ιστορία της κωμοπόλεως Λειβαρτζίου Καλαβρύτων». Εν Αθήναις τη 25
Μαρτίου 1941, σελ 14. Πανομοιότυπη με την αρχική έκδοση, επανέκδοση του έργου
από το Σύλλογο Λειβαρτζινών Αθήνας το 1986.
2.Ν.Π. Γεωργακόπουλος.
«Βάχλια Γορτυνίας. Ο απόηχος μιας απίθανης ζωής». Σελ. 45. Εκδόσεις ΦΥΛΛΑ.
Τρίπολη 2005.
4.Γεωργίου Παπανδρέου Δ.Φ.
Γυμνασιάρχου. «Ιστορία Καλαβρύτων». 1928 Επανέκδοση από την Κοινοφελή Δημοτική
Επιχείρηση Πολιτιστικής και Κοινωνικής Ανάπτυξης και Ποιότητας Ζωής Δήμου
Καλαβρύτων (ΔΕΠΑΠΟΖ) 2011 σελ. 260.
5.Τα παραπάνω μου τα
διηγήθηκε το καλοκαίρι του 2009 ο Νίκος Θ. Χαμάκος στα 96 χρόνια του, από τον
Άγιο Ηλία Πύργου.
6.Περικλή Π. Δουδούμη ή
Ντουντούμη. «Ιστορία της κωμοπόλεως Λειβαρτζίου Καλαβρύτων». Εν Αθήναις τη 25
Μαρτίου 1941, σελ 157. Πανομοιότυπη με την αρχική έκδοση, επανέκδοση του έργου
από το Σύλλογο Λειβαρτζινών Αθήνας το 1986.
Η γέφυρα είναι
ένα από τα έργα του 9ου αιώνα του Hijri(Το έτος ή η εποχή Hijriείναι
η εποχή που χρησιμοποιείται στο Ισλαμικό σεληνιακό ημερολόγιο. Αρχίζει να
μετράει από το Ισλαμικό Νέο Έτος, κατά το οποίο ο Μωάμεθ μετανάστευσε από τη
Μέκκα στη Μεδίνα το 622) και βρίσκεται στην πόλη Lahijan, της επαρχίας Gilan του βορειοδυτικού Ιράν, κοντά στην
Κασπία θάλασσα.
Ήταν η περίοδος των Qayayan(αυτή η περίοδος υπήρξε στο Ιράν
πριν από περίπου 500 χρόνια και κυβέρνησε για περίπου 350 χρόνια) όταν χτίστηκε
η γέφυρα από άγνωστο πρωτομάστορα.
Με τα 50 μ. μήκος της, τα 4,5 πλάτος και τα 11 μ. ύψος της
από την κοίτη, γεφυρώνει τον ποταμό Simrudπου διασχίζει την πόλη.
Αποτελείται από δύο οξυκόρυφα τόξα, με το μεγαλύτερο να
βρίσκεται στο κέντρο, στηθαία, καμπυλωτή και καλντεριμωτή επιφάνεια διάβασης
και τρία ανακουφιστικά παράθυρα.
Στα παλιά χρόνια η γέφυρα υπήρξε κομμάτι του δρόμουν του
μεταξιού.
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει έργα αποκατάστασή της και
συντήρησης.
Σημειώσεις.
Οι φωτογραφίες και οι πληροφορίες στάλθηκαν από τον ντόπιο φίλο
EbrahimRadmard.
Είναι χτισμένη κοντά στην εκκλησία των ταξιαρχών και ήταν
σπουδαίο έργο γιατί συνδέει τις δύο μεγάλες συνοικίες του χωριού.Τον Γενή (νέο) Μαχαλά και τον Γαβρά, που τους
χώριζε το φαράγγι του Δέργου.
Γέφυρα Μαράσογλου. (1)
Πρόκειται για μια εντυπωσιακή και ιστορική γέφυρα με τρεις οξυκόρυφες καμάρες, μια σειρά θολίτες, στηθαία και επίπεδη επιφάνεια διάβασης. Η μεσαία είναι μεγαλύτερη σε άνοιγμα ενώ οι δύο άλλες εκατέρωθεν αυτής μικρότερες.
Το γεφύρι σε έγχρωμη φώτο. (2)
Χτίστηκε με χορηγία του Βασίλη Μαράσογλου το 1865 και οι ντόπιοι για να τον τιμήσουν έγραψαν σε
μάρμαρο με χρυσά γράμματατα παρακάτω:
« ‘Ως σύνδεμμος ένώσεως άντικειμένων δύο.
Μερίδας κωμοπόλεως μιάς έπαξευγνύω.
Άλλ’ ή αυτή και ως άψίς θριάμβου άριγνώτου
Διαιωνίζω άρετήν άρίστου πατριώτου.
Ύμνήτω τον Βασίλειον Μαράσογλουή Φήμη
Και είη άληστος αύτού και εύκλεής ή μνήμη.
Έν έτει Σωτηρίω 1865 Μηνί Όκτωβρίω».
Το γεφύρι και το κάστρο. (3)
Η Σινασός (Μουσταφά-πασά σήμερα) ήταν ένα από τα 17-18 ελληνόφωνα χωριά της Καππαδοκίας, περίπου στο κέντρο της Μικράς Ασίας με πληθυσμό περίπου 3.000 Ελλήνων πριν την ανταλλαγή.
Βρύση Ν. Ζουμπουλίδη στη συνοικία Λουλά της Σινασού Καππαδοκίας. Ήταν το στολίδι του Λουλά. (4)
Οι πληροφορίες και φωτογραφίες 1 και 4 είναι από το "Λεύκωμα. Η Σινασός της Καππαδοκίας", έκδοση της Ελληνικής Εταιρείας και του σωματείου "Η Νέα Σινασός", 1986.
Οι φωτογραφίες 2 και 3 είναι του φίλου Fetih Eroglu.