Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου

Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου
Πετρογέφυρα: διαδρομές...της φύσης τα καμώματα...δημιουργήματα...μνήμες...αναφορές...βιώματα

Τιμή στους μάστορες, που άφησαν με τα εμπνευσμένα έργα των χεριών τους το ίχνος τους στην ιστορία της νεοελληνικής αισθητικής, σμιλεύοντας την πέτρα και δαμάζοντας το νερό της Πελοποννησιακής γης, με την απαράμιλλη τεχνική τους, τη φλόγα της ψυχής τους και το σεβασμό στη φύση.
Ας γνωρίσουμε αυτούς και τα έργα τους.

Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Πως χτίστηκε το γεφύρι της Γκούρας στην Ανατολική Ιωαννίνων


“ ...όποιος είχε λεφτά έπαιρνε το μουλάρι, όποιος δεν είχε έπαιρνε το γομάρι, ή άλλος με το κορμί!..”

Το γεφύρι της Γκούρας δεν έχει να κάνει κυρίως με την παλαιότητα, που σε σχέση με τα άλλα θεωρείται αρκετά νέο, αφού κατασκευάστηκε λίγο πριν τα μισά του περασμένου αιώνα. Έχει να κάνει με τις αιτίες που απαίτησαν την κατασκευή του, παρόμοιες με όλων των άλλων γεφυριών, ίσως και πιο επιτακτικές. Και, κυρίως, με το εξής σημαντικό κατά τη γνώμη μας στοιχείο: Στις αρχές περίπου του 20ου αιώνα μπήκαν στην υπηρεσία κατασκευής των γεφυριών το τσιμέντο, η σχεδίαση, ο σπουδαγμένος μηχανικός και γενικά η επιστήμη. Το γεφύρι της Γκούρας είναι το τελευταίο – άλλο, τουλάχιστον εμείς στον ίδιο χώρο, δεν γνωρίζουμε – που ο σχεδιασμός και η κατασκευή του έγινε από λαϊκούς μαστόρους, χτίστες, πελεκάνους, νταμαρτζήδες. Κι αυτό, βέβαια, έχει τη δική του, ιδιαίτερη σημασία.
Χάρτης της περιοχής με το ρέμα της Γκούρας και το γεφύρι στην Ανατολική. (ΑΓΠ).
Βρισκόμαστε, λοιπόν, στην περιοχή της Ηπείρου, όπου ως γνωστόν παρατηρείται η μεγαλύτερη πυκνότητα πέτρινων γεφυριών. Στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού Ιωαννίνων, στη νότια Πίνδο, νοτιότερα του Μετσόβου, στα 2295 μ., υψώνεται το βουνό Λάκμος ή Ζυγός ή Περιστέρι όπως είναι κοινά γνωστό, όριο με το νομό Τρικάλων, όπου και οι πηγές των τριών ποταμών – αδελφών κατά τη μυθολογία – Αχελώου, Άραχθου και Πηνειού. Στις δυτικές υπώρειες του Λάκμωνα, που τα νερά του αποστραγγίζονται από πολυάριθμα μικρά και μεγάλα ρέματα καταλήγοντας στον Άραχθο, βρίσκεται το χωριό Ανατολική, έδρα πρώην ομώνυμης κοινότητας, με δίπλα της το συνοικισμό Κοτομίστα, παλιότερα Λοκάνιστα. Τα χωρίζει η χαράδρα της Γκούρας, με το ομώνυμο ποταμάκι της να καταλήγει και αυτό στον Άραχθο, ένα με ενάμισι χιλιόμετρο πιο κάτω, κοντά στην πολύτοξη γέφυρα του Παπαστάθη. Εδώ διαδραματίστηκε η ιστορία που θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια.
Το γεφύρι της Γκούρας, στην Ανατολική Ιωαννίνων. (Φωτο: ΑΓΠ)

Κατασκευαστές του γεφυριού της Γκούρας είναι ο Χρήστος Σιόντης και ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης από τους Χουλιαράδες, της επαρχίας Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Αλλά ένας από τους ανθρώπους, που συμμετείχαν αποφασιστικά στην προκαταρκτική διαδικασία κατασκευής του, είναι ο Δημήτρης Λαζοκίτσιος από την Κοτομίστα. Ακόμη, σημαίνοντα ρόλο στην αφήγησή μας, έχουν οι γιοί των πρωτομαστόρων Γιάννης Σιόντης και Αντώνης Κωνσταντινίδης. Αυτοί οι πέντε αποτελούν τους πρωταγωνιστές της ιστορίας μας.
Γεφύρι Γκούρας. (Φωτο: ΑΓΠ)
  Την παλιά εποχή, πριν το πόλεμο, ήταν πραγματική περιπέτεια η επικοινωνία των κατοίκων της Κοτομίστας με την έδρα της κοινότητας, την Ανατολική με τα 800 μέτρα υψόμετρο. Χρειάζονταν ώρες πολλές ποδαρόδρομο για να φτάσουν στο κέντρο του χωριού. Έφτιαχναν ξύλινα γεφύρια, μα τους τα 'παιρνε το ρέμα. Ιδιαίτερα το χειμώνα ήταν σκέτο βάσανο, κι αν έφταναν τελικά. Μαρτύριο δηλαδή η ζωή τους. Ώσπου είδαν κι' απόειδαν οι φτωχοί χωρικοί με τη λίγη κτηνοτροφία και την ακόμη λιγότερη γεωργία, σκληροί όμως δουλευτάδες σε σκληρό τόπο, κι αποφάσισαν να κάνουν κάτι πιο δραστικό. Ας αφήσουμε, όμως, τον μπάρμπα – Μήτσο Λαζοκίτσιο, κουμπάρο του πρωτομάστορα, κάτοικο Κοτομίστας, 85 χρόνων το 1999, να μας διηγηθεί με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο, πως, ποιοι, πότε και τι έκαναν για να δώσουν λύση στο μεγάλο αυτό πρόβλημα:
Δημήτρης Λαζοκίτσιος (1915-2005).(ΑΓΠ) 



Γεννήθηκα το 1915 στην Κοτομίστα, Λοκάνιστα το παλιό όνομα, το τούρκικο. Τον παλιό καιρό από την Ανατολική ερχόμασταν με τον ποδαρόδρομο, εδώ που είναι τώρα ο δημόσιος δρόμος, πιο κάτω. Φτιάναμαν ξύλινα γεφύρια μα μας τα 'παιρνε το ρέμα. Ήμασταν στην κατοχή όταν ο ΕΔΕΣ και το ΕΑΜ είχανε κάνει την οργάνωση για τους Γερμανούς. Εδώ ήταν το ΕΔΕΣ, δεν υπήρχε το ΕΑΜ. Ήμασταν ενωμένοι στο ΕΔΕΣ. Παρακαλέσαμε αυτόν τον ταγματάρχη, επειδή βρισκόμασταν στα βουνά, στην ερημιά εδώ, να μας ενισχύσει ο Ζέρβας με τίποτα λεφτά να μπορέσουμε να φτιάξουμε αυτό το τόξο, το πέτρινο γεφύρι, για να μην έχουμε προβλήματα, γιατί πήγαιναν τα παιδιά στο σχολείο στην Ανατολική. Ο ταγματάρχης λεγόταν Ευαγγελίδης.
Ο Δημήτρης Λαζοκίτσιος για το ΑΓΠ
Λοιπόν...από δω ήντανε ο πρόεδρος, από την Κοτομίστα. Είχαμαν κάποιο πρόεδρο Τασούλα. Ήντανε πρόεδρος στην Ανατολική, αλλά ήντανε από τον συνοικισμό μας, Ιωάννης Τασούλας. Μου λέει λοιπόν...τι θα γένει Μήτσο; - γιατί Μήτσο με λένε μένα – τι θα κάνουμε; πως θα πάμε να βρούμε μαστόρους να ξέρουν από γέφυρα με τόξο; Μας είπε ο Ευαγγελίδης πως άμα θα βρείτε μαστόρους να 'ρθείτε στο μοναστήρι στο Σιράκο να σας δώσω 25.000 για να βάλετε μπρος για τη γέφυρα. Και λέω...Τασούλα – στον πρόεδρο – θα πάω εγώ στους Χουλιαράδες, αλλού δεν καταλαβαίνω μαστόρους να γυρίζουν τόξο με πέτρα. Και σηκώνομαι μια μέρα και περνάω στον Ευαγγελίδη από Παλιοχώρι Σιράκου, που είχε το γραφείο δηλαδή, και του λέω...να πάω για μαστόρους; θα αποφασίσεις να δώσεις τα λεφτά να φτιάσουμε τη γέφυρα; Λέει...θα πας να βρεις μαστόρους να 'ρθείτε εδώ να κουβεντιάσουμε και να σας δώσω τα λεφτά. Ξεκινάω από δω και πηγαίνω στους Χουλιαράδες. Πήρα για να 'χω παρέα και κάποιον Γιώτη, πλοίαρχο. Και ξεκινήσαμαν το βράδυ απ' εδώ, γιατί είναι μακριά η υπόθεση, και πήγαμαν Χουλιαράδες”.
Χρήστος Σιόντης (1895-1972). Ο Πρωτομάστορας (ΑΓΗ)

Στους Χουλιαράδες, ο μπάρμπα – Μήτσος βρίσκει τον Χρήστο Σιόντη και τον γαμπρό του Δημήτρη Κωνσταντινίδη, καλούς μαστόρους πέτρας. Πήγαν μαζί στο χωριό Παλιοχώρι, όπου ήταν η έδρα των ανταρτών και συμφώνησαν με τον επικεφαλής τους για το ποσό και τον τρόπο πληρωμής. Ύστερα πήγαν και έκαναν αναγνώριση του εδάφους, επέλεξαν δηλαδή το κατάλληλο μέρος για την κατασκευή του γεφυριού και αποφάσισαν ότι τις πέτρες θα τις έβγαζαν οι μαστόροι από μια περιοχή που λεγόταν Ελληνικό, λίγο πιο ψηλά από το μέρος κατασκευής, θα τις κουβαλούσαν μάλιστα οι ίδιοι οι κάτοικοι. Ήταν πέτρες μεγάλες, έτοιμες σχεδόν, που στη φαντασία των κατοίκων της περιοχής φάνταζαν κατασκευές χειροδύναμων, γιγάντιων ανθρώπων. Ας αφήσουμε, όμως, τον μπάρμπα – Μήτσο να συνεχίσει την χαρακτηριστική αφήγησή του:
Πήγαμαν Χουλιαράδες το βράδυ. Μπήκαμαν στο μαγαζί, ήπιαμαν καφέ. Λέω...ρε χωριανοί εδώ, ρε πατριώτες, θέλουμε δυο μαστόρους να βρούμε να μας γυρίσουν μια γέφυρα με πέτρες, τόξο. Λέει ...είναι κάποιος Χρήστος Σιόντης, που έχει γαμπρό επ' αδελφή και δουλεύουν μαζί, δεν θυμάμαι το όνομά του. Στέλνουν οι χωριανοί, τον ζητάνε,...ένας για κάποιο τόξο γέφυρας. Ήλθε. Και λέμε εμείς... θέλουμε στην τάδε μεριά να φτιάξουμε ένα γεφύρι – ήξεραν αυτοί εδώ τα μέρη – να φτιάξουμε ένα γεφύρι πέτρινο με τόξο...Και τι θέλετε;...το πρωί να πάμε στο Παλιοχώρι να κουβεντιάσουμε με τον Ευαγγελίδη, τον ταγματάρχη, να μας δώσει τα λεφτά για να βάλουμε μπρος. Λοιπόν, μπήκαμαν στο σπίτι το βράδυ, έμεινα εγώ στο Χρήστο το Σιόντη μαζί με το γείτονα το γέρο και ξεκινήσαμαν το πρωί να 'ρθούμε στο Παλιοχώρι να βρούμε τον Ευαγγελίδη. Μαζί και ο Χρήστος Σιόντης μαζί με τον γαμπρό του. Περπατώντας, με τα πόδια. Ήρθαμαν, να πούμε, το πρωί, κατά τις 9 – 10 η ώρα, βρήκαμαν τον Ευαγγελίδη, κουβεντιάσαμαν, οι μαστόροι δηλαδή,...θέλουμε τόσα λεφτά να φτιάσουμε τη γέφυρα. Και έτσι παίρνουν γραμμή και συμφωνήσαμαν. Μόλις αρχίσει το έργο, η γέφυρα, θα πάνε να πάρουν και λεφτά, θα πάει ο πρόεδρος να πάρει τα λεφτά και θα 'ρθει να πληρώσει τους μαστόρους. Ξεκινήσαμαν στις 5 το πρωί γραμμή για το σπίτι μου, αυτός, ο πλοίαρχος ο Γιώτης, είχε πρόβατα, εγώ ήμουν εργάτης, δεν είχα. Τους φέρνουμε εδώ στο σπίτι, κάτσαμαν και κατεβήκαμαν στην Γκούρα, αυτοί, για να δουν το μέρος. Πήγαμαν εκεί, τους λέω...σ' αυτό το μέρος θέλουμε να φτιάξουμε τη γέφυρα. Και τους συζητώ...τις πέτρες θα τις βγάλετε εσείς και εμείς, ο συνοικισμός η Κοτομίστα, θα τις κουβαλούσαμε κοντά στο μέρος που θα φτιάναμαν τη γέφυρα, αφού δεν υπήρχαν χρήματα. Πότε θα 'ρθείτε;...συμφωνήσαμαν, δεν θυμάμαι, 25 Αυγούστου; 25 Σεπτεμβρίου; Πάντως κάπου κει, για να μας πάρει το καλοκαίρι μπροστά, για να 'ναι ο καιρός για δουλειά. Είχε δυσκολία η χαράδρα αυτή, που λέγεται Ελληνικό, λέγεται το στεφάνι που έγινε η γέφυρα αυτού. Στην κορυφή, στο στεφάνι αυτό, είναι κάτι πέτρες ίσαμε ένα στεφάνι ή δυο μπαούλα, πως τα λεν;...μεγάλες πέτρες πελεκητές, όπως βρίσκονται στα αρχαία. Και έτσι λέγεται Ελληνικό αυτό το πράγμα. Άκουγα και εγώ ότι εκεί ήταν κάτι μεγάλοι Έλληνες. Πολλοί μεγάλοι άνθρωποι να πούμε. Ελληνικό λέγονταν αυτό το μέρος, από το τούρκικο. Από τη γέφυρα ήταν 500 με 1000 μέτρα ύψος. Ήτανε καθαρή πέτρα, δεν ήτανε από χώσμα από δεινά. Για να φτιάξουμε τα πέδιλα της γέφυρας.”.

Δημήτρης Κωνσταντινίδης ή Μητσαντώνης (1877-1972) (ΑΓΗ)

Έβαλαν φουρνέλα οι μαστόροι στην τοποθεσία, έσκαψαν τα θεμέλια, ενώ συγχρόνως έσπαζαν την πέτρα και την κουβαλούσαν οι χωρικοί. Έκοψαν μεγάλα ξύλα από πλατάνια για τα καλούπια και έτσι ξεκίνησε το χτίσιμο. Για ωράριο ούτε λόγος να γινόταν. Δούλευαν από το πρωί μέχρι που βασίλευε ο ήλιος και αν είχε συννεφιά, μέχρις ότου έβλεπαν. Μεταφερόμαστε, όμως, πάλι στη μνήμη του μπάρμπα – Μήτσου:
Έβαλαν φουρνέλα στην τοποθεσία,πόσο πλάτος ήθελαν, έβγαλαν τις πέτρες και πήγε ο συνοικισμός, η Κοτομίστα, και φορτωνόντουσαν τις πέτρες στο κορμί και τις πηγαίναμαν εκεί, κοντά στο γεφύρι. Ήντανε δύο μαστόροι, ο χρήστο Σιόντης και ο άλλος – δεν θυμάμαι τώρα, γαμπρός του ήντανε αυτός του Σιόντη - ήντανε και 2 – 3 βοηθοί, από Χουλιαράδες και αυτοί, θυμάμαι που είχα 7 άτομα που τάιζα εδώ. Εδώ κοιμόντουσαν, σε μένα, γιατί εδώ, έξω από το σπίτι, είχα μια κρεβάτα και κοιμόνταν εδώ αυτοί οι άνθρωποι. Έκαναν 3 – 4 μήνες για να τη φτιάξουν τη γέφυρα. Πρώτα – πρώτα έφτιαξαν τα καλούπια, οι ίδιοι. Τα κόβαμαν εμείς και τα πηγαίναμαν εκεί. Διάφορα πλατάνια, σανίδια τα σκίζαμαν με το πριόνι. Σ' αυτή τη σάρα. Ήντανε ένας πιο κάτω, ένας πιο πάνω. Έγινε από καταή η βάση, από κάτω προς τα πάνω. Και έπειτα έκοψαν το στρογγυλάδι στα ξύλα, έβαλαν διπλάρια, πόσο πλάτος ήθελε η γέφυρα, κάρφωσαν σανίδια και έγινε το καλούπι. Μετά ΄ψώσανε το καλούπι και έβαλαν τα λιθάρια. Είπαμαν, πρώτα έκαμαν τα θέμελα, μετά έκοψαν γριδιές, πλατάνια – εμείς τους βοηθούσαμαν – φτιάξανε το τόξο με σανίδια όλο και μετά άρχισαν να χτίζουν τις πέτρες. Και οι πέτρες ήταν χτισμένες..! Δεν υπήρχαν τσιμέντα τότε. Πελεκημένες στην αρχή και μετά με ασβέστη. Έφτιαναν ασβεστοκάμινα εδώ τα χωριά και πήραμαν 1000 οκάδες – γιατί οκάδες υπήρχανε τότε – και τις ρίξαμαν σε μια γκούρα, έσβησε όπως συνήθως και άρχισαν να χτίζουν τη γέφυρα. Επειδή τους είχα 2 – 3 μήνες εδώ στο σπίτι, ήταν έγκυος και η γυναίκα μου, έγινα με το Χρήστο Σιόντη, όταν έγινε το παιδί, γίναμαν κουμπάροι. Στείλαμαν χαμπέρι στο Χρήστο Σιόντη ότι έγινε παιδί και θα γενούμε κουμπάροι. Έτσι έγινε, το βάφτισε ο Χρήστο Σιόντης με τα χέρια του”.
Το γεφύρι της Γκούρας στη θέση ¨Ελληνικό". (Φωτο: ΑΓΠ)

Δυο – τρεις μήνες κράτησε η κατασκευή του γεφυριού. Τον επόμενο χρόνο οι κάτοικοι της Κοτομίστας έκαναν έρανο και έβαλαν ντόπιους μαστόρους και έφτιαξαν δεξιά και αριστερά τα παραπέτα. Έκαναν και αγιασμό. Τα θυμάται όλα τούτα ο μπάρμπα – Μήτσος:
Μετά, μετά από κάνα χρόνο, βάλαμαν μαστόρους δικούς μας, μάσαμε από την Κοτομίστα και πληρώσαμαν ντόπιους μαστόρους και φτιάξαμαν δεξιά και αριστερά τα παραπέτα. Κάναμαν αγιασμό εκεί στη γέφυρα, κάναμαν προτού, όταν έγιναν τα θέμελα. Όπως και στα σπίτια. Μόνο αγιασμό με παπά που είχε εντολή εδώ από το χωριό. Παπά – Χρηστάκης από την Ανατολική. Σφάξαμαν ένα κατσίκι στις βάσεις πούχαν φτιάξει, να πέσει το αίμα. Έλεγαν να θεμελιωθεί η γέφυρα, ή το σπίτι. Είχαμαν τα έθιμα τότε. Και μετά το φάγαμαν, οι μαστόροι, οι εργάτες βοηθοί, εμείς, εκεί επιτόπου. Το ψήσαμαν εδώ και πήγαμαν και το φάγαμαν, να πούμε. Που να κάναμαν τότε εγκαίνια; η φτώχεια ήταν μεγάλη, η δεκάρα δεν έβγαινε πουθενά. Εδώ είναι ορεινό το μέρος, όπως το βλέπετε, το οποίο δεν είχε ούτε ψωμί, καλαμπόκι να φάει ο άνθρωπος. Είμασταν αποκλεισμένοι, δεν μπορούσαμαν. 
Γεφύρι "Παπαστάθη". (Πηγή: Σπύρος Μαντάς ΑΓΗ).

Δουλειά δεν υπήρχε. Στα βουνά σπέρναμαν μονάχα λίγο καλαμπόκι. Άλλος είχε, άλλος δεν είχε, για να φάει ψωμί. Είχαμαν μουλάρια, γιατί τότε δούλευαν τα μουλάρια. Όποιος είχε λεφτά έπαιρνε το μουλάρι, όποιος δεν είχε έπαιρνε το γομάρι, ή άλλος με το κορμί. Γιατί πηγαίναμαν από δω στα Γιάννενα με τα ποδάρια. Μια μέρα να πάμε, μια να γυρίσουμε και μισή μέρα για να ψωνίσουμε λίγο λάδι. Περνούσαμαν από του Παπαστάθη, Δρίσκο, Δαφνούλα και στα Γιάννενα. Στου Παπαστάθη κάτω είχε δυο μύλους και χάνι. Εκεί ήταν τρία αδέρφια, ο Χρήστο Παπαηλίας, ο Γιώργο Παπαηλίας και ο ... Κατέβαινε δρομάκι από την Κοτομίστα κάτω. Περνάγαμαν αυτού, κάτω τη Γκούρα. Πότε την ξεβούλωνα τη μικρή, τη μικρή γεφυρούλα. Ένα τόξο είχε η κάτου γέφυρα, η μικρή. Τη θυμάμαι σκεπασμένη. Μετά ο Βροχός. Πίσω από το λοφίσκο, το Βροχό είναι η γέφυρα του Παπαστάθη. Λένε πως ήταν κάτι κλέφτες, που άφησαν κάτι λεφτά στον Παπαστάθη. Και είπαν...αν θα γυρίσουμε πίσω – επί Τουρκίας αυτά – θα μας δώσεις τα λεφτά, αν δεν γυρίσουμε, πάρτα. Εκείνη δεν γύρισαν πάλι, οι κλέφτες, και αποφάσισε ο Παπαστάθης να φτιάξει αυτή τη γέφυρα και την άλλη πούναι θαμμένη, τη μικρή, κοντά”.
Γέφυρα "Παπαστάθη". (Πηγή: Σπύρος Μαντάς ΑΓΗ)

Εμείς να πούμε εδώ, πως, όταν κατασκευαζόταν το γεφύρι, στην Κοτομίστα υπήρχαν γύρω στα 20 σπίτια, ενώ στην Ανατολική περισσότερα από 150. Όταν τελείωσε πήγε ο πρόεδρος του χωριού, ο Τασούλας, στον αρχηγό των ανταρτών της περιοχής, πήρε τα λεφτά και ξεπλήρωσε τους μαστόρους. Κόστισε 25.000 δραχμές, τότε! Αλλά, παρά την επιμονή του μπάρμπα – Μήτσου Λαζοκίτσιου να μπεί πινακίδα στο γεφύρι, “δεν μπόρεσα να γενεί απόφαση” όπως λέει. Κατόπιν οι χωρικοί έβαλαν φουρνέλα και άνοιξαν ένα ένα στενό μονοπάτι που, μέσω του καινούργιου γεφυριού, τους οδηγούσε στην Ανατολική. Βέβαια ίσα – ίσα να περάσει ένα ζώο...
Σπίτι κοντά στη γέφυρα "Παπαστάθη". (Φωτο: ΑΓΠ)
Πήγε ο Πρόεδρος και πήρε τα λεφτά από τον ταγματάρχη, τον Ευαγγελίδη και πλέρωσε τους μαστόρους. Ήτανε τότε 25.000 για να μας γυρίσουν το τόξο. Από κει και πέρα κάναμαν εργασία και μεις, βοήθημα δηλαδή, γιατί δεν υπήρχαν λεφτά να πληρώσουμε μαστόρους. Ταίζαμαν, όλα τα σπίτια, από μια μέρα, είχαμαν από σειρά. Εκεί τους πηγαίναμαν και τρώγαν μαζί. Δούλευαν από το πρωί μέχρι που βασίλευε ο ήλιος. Δεν ήταν ωράριο τότες. Και το βράδυ ερχόνταν εδώ στο σπίτι, είπαμαν, και κοιμόνταν. Πολλές φορές πήγαινα εγώ κάτω και τους τάιζα, γιατί δεν έρχονταν, είχε ανηφόρα στο συνοικισμό. Για την πινακίδα; αυτό το 'θελα και επέμενα, μα δεν μπόρεσα να γενεί η απόφαση. Σαν τελείωσε, εδώ ο συνοικισμός βάναμαν φουρνέλα και μπαρούτι και ανοίξαμαν το μονοπάτι για να περνάει ίσα – ίσα ένα ζώο. Έπρεπε, να πούμε, να βάνουμε μέσα σ' ένα ξυλοκρέβατο τους πεθαμένους και να τους πηγαίνουμε στην Ανατολική. Με το γεφύρι τώρα κόβαμαν από 1000 μέτρα δρόμο, ενώ πρώτα κατεβαίναμαν κάτω στον όχθο, το οποίο θέλαμαν μιάμιση ώρα παραπάνω να βγούμε Ανατολική”.
Πολύτιμα όμως θεωρούνται – και γι' αυτό θα τα παραθέσουμε – όλα όσα θυμήθηκαν για τη κατασκευή του γεφυριού και οι γιοί των δύο πρωτομαστόρων. Περιγράφει ο γιος του Χρήστου Σιόντη, ο Γιάννης:
Το παλιό και το καινούργιο γεφύρι. (Φωτο: ΑΓΠ)

Γεννήθηκα το 1924. Ήμουν παιδί 19 χρόνων όταν έγινε αυτό το γεφύρι. Έγινε, εκεί στην Κοτομίστα, για να ενώσει δυο ορεινούς όγκους στην κατοχή, το καλοκαίρι του 1943. Είχε έλθει ένας αξιωματικός που ήταν στις εθνικές ομάδες του Ζέρβα, Ευαγγελίδης από τη Γότιστα, και ζήτησε τον πατέρα μου, που τον είχαν συστήσει άλλοι και τον πήρε, μαζί με το θείο μου, Δημήτρη Κωνσταντινίδη ή Μητσαντώνη, ήτανε αδελφός της μάνας μου, κουνιάδος του πατέρα μου. Και οι δυο μαζί δέχθηκαν να φτιάξουν αυτό το γεφύρι. Πήραν και άλλους κοντά. Έναν καλό μάστορα – νέος όμως αυτός, παιδί – που λεγόταν Δημήτρης Τάσος. Άλλον έναν, Χρήστο Βασιλείου...ήτανε 8 – 9 άτομα, δεν θυμάμαι τους άλλους. Έφυγαν και εγκαταστάθηκαν εκεί για να φτιάξουν αυτό το γεφύρι. Πήγα και εγώ και έχω μια μεγάλη εμπειρία τη μέρα αυτή. Εκείνη την ώρα φέρνανε ένα Γερμανό σε φορείο. Τον έφερναν 5 – 6 Ιταλοί. Οι Ιταλοί είχανε πάει στον Ζέρβα. Είχε καταρρεύσει η Ιταλία. Αυτός, ο Γερμανός, ήτανε νεαρός γιατρός. Θυμάμαι είχε γίνει μια μάχη από κάτω, σκοτώθηκαν 17 Γερμανοί και αυτός γλίτωσε. Κοντά στη γέφυρα, παρακάτω στον Άραχθο. Ήτανε τότε αξιωματικός ο Γεώργιος Σπυρίδης, αργότερα διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού. Ήταν στους αντάρτες του Ζέρβα στο τμήμα Κράψης. Τον Γερμανό αυτόν τον κρατήσανε για να τον πάνε στα Πράμαντα που ήτανε ένα νοσοκομείο της εποχής εκείνης, είχαν γιατρούς κλπ. Τον σταμάτησαν, τον περιποιήθηκαν εκεί οι μαστόροι, όσο μπορούσαν, του 'φτιαξαν τσάι του βουνού. Ναι. Μια φορά πήγα κι άλλη μια. Δεν ξαναπήγα. Δύσκολη δουλειά. Τα καλούπια τα 'φτιάναν με κομμένα πλατάνια και ήταν ψηλά. Έγινε η γέφυρα σ' ένα χάος που προκαλεί θαυμασμό. Πως μπόρεσαν και το ΄φτιάσαν, πως το σκάλωσαν δηλαδή αυτό το γεφύρι! Πρέπει να έριξαν πρώτα μεγάλα δένδρα για να ενώσουν και μετά να χτίσουν. Πολύ δύσκολη δουλειά. 8 – 9 άτομα! Τους βοηθούσαν βέβαια οπωσδήποτε και κάτοικοι”.
Γιάννης Σιόντης (1924-2003). (Πηγή: ΑΓΗ)

Και συνεχίζει ο Γιάννης Σιόντης, δίνοντας πληροφορίες όχι μόνο για τον πατέρα του αλλά και για άλλους γνωστούς μαστόρους από τους Χουλιαράδες:
Ο πατέρας μου ήτανε ονομαστός. Τον αναγνώριζαν, τον εκτιμούσαν όλοι. Ήτανε και άλλα γνωστά ονόματα. Μητσαντώνης, ο θείος μου, ο Βασίλης Μασαλάς, τα αδέλφια Γεωργούλη, Γιάννης, Κώστας, Χρήστος, Βασίλης, 4 αδέλφια. Και τα παιδιά του Βασίλη Μασαλά έγιναν πολύ καλοί μαστόροι. Η οικογένεια Κύρκου ήτανε από τη Γκούρα, συνοικισμό των Χουλιαράδων. Αρχηγός της κομπανίας ο Κωσταντώνης, Αντώνης Κωνσταντινίδης, ο παππούς μου δηλαδή, από τα Μάρμαρα”.
Υπάρχει, όπως είπαμε, και η άλλη μαρτυρία, του Αντώνη Κωνσταντινίδη, γιου του άλλου πρωτομάστορα, του Δημήτρη Κωνσταντινίδη, που ήταν και άριστος πελεκάνος. Μας δίνει κι αυτός χρήσιμες πληροφορίες για τον πατέρα του, τη λειτουργία των ομάδων, τα συνεργεία και βέβαια για την κατασκευή του γεφυριού της Γκούρας:
Γεννήθηκα 3 Ιανουαρίου 1915 στους Χουλιαράδες. Επάγγελμα λιθοξόος – χτίστης. Πελεκούσα και τοποθετούσα τις πέτρες. Ο πατέρας μου το ίδιο από απόψεως επαγγέλματος. Λεγόταν Δημήτριος Αντωνίου Κωνσταντινίδης ή Μητσαντώνης. Ο παππούλης μου λεγόταν Αντώνης Κωσταντώνης και έγινε Κωνσταντινίδης. Ο παππούς ήτανε λιθοξόος και τοιχοποιός καλός. Δεν τον έφταξα εγώ λιθοξόο, αλλά ξέρω ότι πελεκούσε. Είχε δική του ομάδα, αλλά δεν έβγαινε έξω από το νομό Ιωαννίνων. Δούλεψε έξω, μόνο πέρα στο Αυλάκι, στον Ασπροπόταμο. Δούλεψε εκεί με τους Κυρκαίους, το Χρήστο Κύρκο. Τον είχε κουνιάδο ο παππούς μου.
Αντώνης Κωνσταντινίδης (1915-2002). (Πηγή: ΑΓΗ)

Ο πατέρας μου πέθανε το 1972, 85 χρόνων. Κατ' αρχήν ήτανε με τον πατέρα του. Μετά είχανε πολύ δουλειά και μοιράστηκε το συνεργείο. Μια ομάδα ο παππούς και μια ο πατέρας μου. Ήτανε πελεκάνος, καλός πελεκάνος! Φεύγαμε με τις απόκριες του Μαρτίου. Γυρίζαμε το Πάσχα. Φεύγαμε του Θωμά και οι μεγάλοι μαστόροι επέστρεφαν μετά 4 μήνες. Το συνεργείο διέκοπτε όποτε τελείωνε η δουλειά. 15 Δεκεμβρίου, Χριστούγεννα, μέχρι το Μάρτη στο χωριό. Απαγορευότανε από το νόμο να δουλεύουνε τότε. Παγώνανε τα κονιάματα, παγώναμε και μεις. Είμαστε καμιά 10ριά, μέχρι 30, ανάλογα με το έργο. Όλοι από τους Χουλιαράδες, σπάνια ξένος. Το συνεργείο είχε το νταμαρτζή για να βγάλει πέτρα. Ο καλλίτερος ήταν ο Βασίλης Μασαλάς. Αυτός ήτανε για τα νταμάρια μάνα, δηλαδή τα 'φτιανε για το καλέμι έτοιμα. Πελεκάνοι, εγώ, ο πατέρας μου, Κώστας Γιαννούλης και άλλοι. Ο πατέρας μου δούλεψε σε γεφύρια με καμάρες”.
Τελειώνοντας, να εστιάσουμε λίγο στον ακριβή χρόνο κατασκευής του γεφυριού που, απ' ότι φαίνεται, υπάρχει κάποια, έστω μικρή, διάσταση απόψεων μεταξύ των αφηγητών.
Ο κυρ-Μήτσος Λαζοκίτσιος αναφέρει για το χρόνο κατασκευής: "Ξέρω ότι είναι το 1944, το οποίο γεννήθηκε ο Λευτέρης μου και γενίκαμε κουμπάροι με το Χρήστο Σιόντη".
 Ο γιος του πρωτομάστορα Χρήστου Σιόντη, ο Γιάννης, είναι βέβαιος ότι  "το γεφύρι της Γκούρας έγινε το 1943. Εμάς το χωριό το κάψανε οι Γερμανοί του Αγίου Δημητρίου το '43. Τότε γινόταν το γεφύρι.Δέκα μέρες πιο πριν σκοτώσανε τους 17 Γερμανούς οι Κραψίτες αντάρτες. Δεν είχαν κάψει το χωριό. Τότε φέρανε τον τραυματία. Το '43 χτίστηκε. Είχε προηγηθεί η δουλειά αυτή με τους Γερμανούς. Το Σεπτέμβρη του '43 έγιναν αυτά, δούλευαν τότε εκεί. Δεν ξέρω πότε τελείωσαν".

Ενώ ο γιος του άλλου πρωτομάστορα Δημητρίου Κωνσταντινίδη, ο Αντώνης, αναφέρει γενικά: "Αυτό το 'φτιαξε με κατοχή".

Φυσικά, όποια και να είναι η αλήθεια, λίγη σημασία έχει. Γιατί το γεφύρι της Γκούρας αποδείχθηκε τόσο χρήσιμο, ώστε εξυπηρέτησε τις ανάγκες των γύρω κατοίκων μέχρι πρόσφατα σχετικά, το 1974. Tότε έγινε ο νέος δρόμος με την τσιμεντένια γέφυρα.
Σχέδιο- αποτίμηση του γεφυριού της Γκούρας.(Σκίτσο: Σπύρος Μαντάς, ΑΓΗ)

Για την ιστορία να αναφερθούν και οι βασικές διαστάσεις του γεφυριού:

~ άνοιγμα καμάρας-τόξου: 7,5 μέτρα.

~ ύψος γεφυριού: 11 μέτρα.

~ πλάτος: 2 μέτρα.

~ μήκος διαδρόμου: 13 μέτρα.

Κλείνοντας, σαν επίλογο, ας αναφέρουμε ξανά, τιμητικά, όλους τους πρωταγωνιστές του γεφυριού της Γκούρας, κατασκευαστές και πληροφορητές.

~ Χρήστος Σιόντης του Αντωνίου (1895-1972), πρωτομάστορας, από τους Χουλιαράδες.

~ Δημήτρης Κωνσταντινίδης του Αντωνίου, ή Μητσαντώνης (1887-1972), πρωτομάστορας, από τους Χουλιαράδες.

~ Γιάννης Σιόντης του Χρήστου (1924-2003), γιος του πρωτομάστορα, από τους Χουλιαράδες.

~ Αντώνης Κωνσταντινίδης του Δημητρίου, ή Μητσαντώνης (1915-2002), γιος του άλλου πρωτομάστορα, από τους Χουλιαράδες.

~ Δημήτρης Λαζοκίτσιος (1915-2005), κύριος αφηγητής, από την Κοτομίστα της Ανατολικής.



Η παραπάνω εργασία παρουσιάστηκε στην διάρκεια της Γ' Επιστημονικής Συνάντησης του Κέντρου Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών (ΚΕ.ΜΕ.ΠΕ.Γ), στις 25 Νοεμβρίου 2006 στη Στοά του Βιβλίου, με τον γενικό τίτλο “Περί Πετρογέφυρων” Μαστόροι και Γεφύρια. Δημοσιεύτηκε στην έκδοση των πρακτικών του ΚΕΜΕΠΕΓ.
Για περισσότερες πληροφορίες δείτε στο Blog “Βιβλία ΚΕΜΕΠΕΓ”