Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου

Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου
Πετρογέφυρα: διαδρομές...της φύσης τα καμώματα...δημιουργήματα...μνήμες...αναφορές...βιώματα

Τιμή στους μάστορες, που άφησαν με τα εμπνευσμένα έργα των χεριών τους το ίχνος τους στην ιστορία της νεοελληνικής αισθητικής, σμιλεύοντας την πέτρα και δαμάζοντας το νερό της Πελοποννησιακής γης, με την απαράμιλλη τεχνική τους, τη φλόγα της ψυχής τους και το σεβασμό στη φύση.
Ας γνωρίσουμε αυτούς και τα έργα τους.

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Το Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου (ΑΓΠ)
  και η
   βιοτεχνία αργυροχρυσοχοίας
     Αφοί  Κ. Χατζηγεωργιάδη οε
    Μιλτιάδου 7 Αθήνα 10560
   σας εύχονται  
Καλές γιορτές
                               Καλή χρονιά                                   
με
 Υγεία
  και
  Χαρά.
   Φέτος με το Τρικάμαρο γεφύρι στη Δάφνη Καλαβρύτων.
 

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Ηπειρώτικα πέτρινα γεφύρια



Τα γεφύρια του Σκούμπη

Κείμενο-φωτογραφίες: Σπύρος Μαντάς-Θοδωρής Χαμάκος

Εφτά εβδόμου, στις εφτά! Το ραντεβού έμοιαζε συνθηματικό, μα ήταν σύμπτωση. Εφτά Ιουλίου, στις εφτά το πρωί, θα ξεκινούσε το ταξίδι μας για την Αλβανία. Τούτη τη φορά όμως, όχι από την Κακαβιά, αλλά από την Κρυσταλλοπηγή της Φλώρινας. Εξυπηρετούσε καλλίτερα τα σχέδιά μας, που τώρα ήταν να καταγράψουμε, όσο το δυνατόν πληρέστερα, τα πέτρινα γεφύρια του Σκούμπη.
Το ποτάμι αυτό, ο Γενούσος των Αρχαίων,πηγάζει δυτικά του Πόγραδετς και αφού διασχίσει εγκάρσια, στο μέσο περίπου, το σημερινό αλβανικό κράτος, χύνεται στην Αδριατική, κάτω από το Δυρράχιο. Η κοίτη του αποτελεί για την Ήπειρο το προς βορρά φυσικό σύνορό της, κάποτε και πολιτισμικό, τότε που ο χώρος απροσπέλαστος,...άπειρος, μπορούσε να διαμορφώνει τρόπο ζωής, ιδιαιτερότητες, κοινή νοοτροπία. Πλησιάζοντας στο Σκούμπη, τα ψηλά γνωστά μας ηπειρώτικα βουνά σιγά-σιγά χαμηλώνουν, σβήνουν οριστικά ανταμώνοντας τον ποταμό. Όταν πια αλλάζεις όχθη, τίποτα δεν παραμένει ίδιο.
 Ταξιδεύαμε στο μεγάλο κάμπο της Κορυτσάς! Μαζί μας ο Κώστας για να μεταφράζει. Ο Μπασκίμ, υπεύθυνος για την ασφάλειά μας, κι ο Αχμέτ, αυτός ο οδηγός του τζίπ. Αφήσαμε αριστερά μας την πόλη και πήραμε να ανηφορίζουμε για έναν αυχένα, απ' όπου, περνώντας τον, αντικρίσαμε την λίμνη της Αχρίδας, μεγαλοπρεπή, ήρεμη, να κατακλύζει τον χώρο. Στην πιο κοντινή της ακτή... σκάλωνε το Πόγραδετς.
Το τελευταίο το διασχίσαμε από το κέντρο του και, ύστερα, εγκαταλείποντας το δημόσιο,ανεβήκαμε στα οροπέδια της Μόκρας όπου, σε διαδοχικές, στενόχωρες κοιλάδες, δεκάδες υδάτινες αρτηρίες πάσχιζαν να δημιουργήσουν το Σκούμπη. Μ' έναν παλιό, καλό χάρτη και το κυριότερο τη βοήθεια πρόθυμων χωρικών δεν αργήσαμε να εντοπίσουμε τα πρώτα μικρά μονότοξα γεφύρια.
Βρήκαμε και μελετήσαμε: το γεφυράκι του Μύλου, κάτω από το χωριό Καλυβάτσι, το πετρογέφυρο της Γιόλα, στο ομώνυμο χωριό, στο λάκκο Φτόχτε το γεφύρι του Τερζή, κοντά στο Προπίτσι, στης Βέλτσιανης το ποτάμι και στο τέλος, χωριό Μεγάλος Τσεσμές, φεύγοντας για Τρεμπίνια, ένα μικρό τόξο, απομεινάρι μεγάλου, πολύτοξου γεφυριού. Πλησίαζε μεσημέρι όταν, στον σχηματισμένο πια Σκούμπη, συναντήσαμε το πρώτο σημαντικό γεφύρι του ταξιδιού μας. Ήταν το γεφύρι του Γκόλικ.

Το γεφύρι του Γκόλικ
 Πήρε το όνομά του από το διπλανό χωριό. Το είπαν στον Κώστα – κι αυτός με τη σειρά του σε μας – τρεις ηλικιωμένοι χωρικοί που, στη θέα μας σταμάτησαν να κόβουν χόρτο στην αντικρινή πλαγιά και μας πλησίασαν.
Περίεργοι μείναν κοντά μας, όση ώρα εμείς φωτογραφίζουμε, μετρούμε, σχεδιάζουμε...
Το γεφύρι του Γκόλικ και με το μέγεθος και με την κίνηση των γραμμών του. Οι τεχνίτες του διάλεξαν να το χτίσουν δίνοντάς του μια από τις κλασσικές μορφές των ηπειρώτικων πετρογέφυρων. Είναι δίτοξο με μια μεγάλη, την κύρια, καμάρα και μια μικρότερη βοηθητική, αυτή που φεύγει για να πατήσει στη δεξιά όχθη. Ανάμεσά τους, ένα παράθυρο λειτουργεί ανακουφιστικά όταν ο Σκούμπης, με τις χειμωνιάτικες κατεβασιές του, το παρακάνει. Ο διάδρομος διάβασης καμπυλωτός φυσικά κορυφώνει το ανέβασμά του στην κεντρική αψίδα, εννιά μέτρα πάνω απ' το νερό. Δυστυχώς, δεν σώθηκαν στοιχεία για την ακριβή χρονολόγηση τούτου του γεφυριού, όμως η μορφή, η όλη τεχνοτροπία, αναγάγει το χρόνο κατασκευής του στις αρχές του 18ου αιώνα. Από τότε πρέπει να υπηρετεί το δρόμο Κορυτσάς – Μοναστηρίου (Μπίτολα), δρομολόγιο πολυσύχναστο για τα καραβάνια της εποχής.
Το γεφύρι του Γκόλικ.
Μετά το γεφύρι του Γκόλικ, λίγα ακόμη αλλά δύσκολα χιλιόμετρα και ξαναβγήκαμε στον δημόσιο, κοντά στο χωριό Κούκιες. Ο Σκούμπης, συνταξιδιώτης από δω και πέρα, κυλούσε δίπλα μας. Ποταμός και δρόμος, σε κοινή πορεία – μαζί και η σιδηροδρομική γραμμή – βάζαν κετεύθυνση για θάλασσα. Η διαδρομή που θα ακολουθούσαμε τώρα – στο βάθος μιας κοιλάδας που ανοιγόκλεισμα – υπήρξε ανέκαθεν πολυσύχναστη. Μην ξεχνάμε όμως πως, κάποτε φιλοξένησε κι αυτήν ακόμα την Εγνατία.
Ε, λοιπόν, ίχνη της τελευταίας ψάχναμε και μεις να βρούμε στο Κούκιες. Τελικά μπορέσαμε να τα εντοπίσουμε στα ερείπια ενός παμπάλαιου γεφυριού, που όλοι οι παλιοί περιηγητές μνημονεύουν στις περιγραφές τους. Μισογκρεμισμένες πέτρες στις όχθες, κάμποσο καλντερίμι στην πλαγιά που...αντιστέκεται, σηματοδοτούν σήμερα, εδώ, τα ίχνη ενός δρόμου θρύλου...
Και συνεχίσαμε για Λιμπράζντ. Στις γειτονιές του, ένα ακόμα μεγάλο ποτάμι, ο Σεμερίσε, έρχεται από δεξιά να εμπλουτίσει τον Σκούμπη. Πολλά νερά, πολύ ζέστη, κι ένα παζάρι με χρώμα ανατολίτικο, συνέθεταν τη νέα μας εικόνα. Εμείς όμως, βιαστικοί, τρέχαμε ήδη στο δρόμο που, αλλάζοντας όχθη, έφευγε για Μιράκα. Στο μικρό αυτό συνοικισμό, οι πληροφορίες μιλούσαν για ένα γεφύρι ξεχωριστό. Όταν συναντήσαμε τα πρώτα σπίτια διακρίναμε τη φιγούρα του στο βάθος της κοιλάδας – το τοπίο είχε ανοίξει – εκεί όπου το ποτάμι καμπυλώνοντας, απομακρυνόταν προσωρινά.

Η καμάρα της Μιράκας
 Η καμάρα της Μιράκας! Για αρκετή ώρα θαυμάζαμε και φωτογραφίζαμε. Βρισκόμαστε, πραγματικά, μπροστά σ' ένα αλλιώτικο γεφύρι. Και πρώτα – πρώτα η ονομασία του. Παρά τα τρία τόξα, οι γύρω κάτοικοι το αποκαλούν ακριβώς έτσι, ...καμάρα! Διασώζεται δηλαδή εδώ – μάλλον αποδεικνύεται – μια εναλλακτική προσφώνηση των γεφυριών. Γιατί συνηθιζόταν αυτό παλιά, να αποκαλείται ένα γεφύρι...καμάρα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των τόξων του. Ο όρος επιβιώνει και σε μας, στη νοτιοανατολική Ήπειρο, που όμως περνά απαρατήρητο, καθώς όλα τα γεφύρια εκεί παρουσιάζονται μονότοξα.
Καμάρα Μιράκας.
 Αλλά η καμάρα της Μιράκας εκπλήσσει περισσότερο με μια κατασκευαστική ιδιορρυθμία της. Το ένα, το δεξιό από τα τρία της τόξα,αλλά και το παράθυρο προς την όχθη την αριστερή, έχουν χτιστεί σε σχήμα...τεταρτοκυκλικό! Πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση στη μορφολογία των ηπειρωτικών πετρογέφυρων. Τεταρτοκυκλικές ανακουφιστικές θυρίδες μπορούμε να θυμηθούμε στα μισογκρεμισμένα σήμερα γεφύρια της Κυράς στη Μπαλντούμα και Σαρακίνας κοντά στην Καλαμπάκα. Τόξο όμως να παίρνει αυτή τη μορφή, τέτοιο σχήμα μάλλον αποτελεί μοναδική περίπτωση ανάμεσα στα εκατοντάδες γεφύρια της Ηπείρου.
Τελευταία μας εικόνα από την Καμάρα της Μιράκας, ένα κοπάδι βόδια να διαβαίνει αργά, με σιγουριά τον ποταμό. Αλήθεια πόση ευγνωμοσύνη να οφείλεται στον εμπνευστή τούτου του έργου! Χάρη στη γενναιοδωρία του, κόσμος και κοσμάκης, μπορούσε να αψηφά τους θυμούς του Σκούμπη και βέβαια, στη συνέχεια να συμμερίζεται πρόθυμα να κάνει όσα η εντειχισμένη πλάκα με αραβική γραφή προέτρεπε... “Ας είναι ευτυχισμένη η ζωή του Αχμέτη από το Ελμπασάνι. Όποιος περνάει απ' εδώ, ας κάνει μια προσευχή για του γεφυριού τον ευεργέτη 1715”.!
Φάγαμε για μεσημέρι στις πέντε το απόγευμα. Ένας γέρος που έψηνε δίπλα στο δρόμο μας έπεισε να μπούμε στο μαγαζί του. Η πείνα είχε πια ξεπεράσει κι αυτή την κούρασή μας. Συνήλθαμε εκεί μέσα. Τρώγοντας ρύζι, κρέας και γιαούρτι, σ' ένα μείγμα τοπικής σπεσιαλιτέ. Ο γέρος δίπλα λαλίστατος είχε απαντήσει σε κάθε μας ερώτηση ακόμη και που ήταν κάποτε το γεφύρι του Χατζημπεκιάρη. Δεν χρειάστηκε να περπατήσουμε μέχρι την Κλεισούρα που βρισκόταν το τελευταίο. Ο Σκούμπης – επέμενε ο γέρος – είχε εξαφανίσει προ πολλού κάθε ίχνος του γεφυριού ακόμη και το χάνι που 'στεκε στην άκρη του. Μείναν έτσι, ντοκουμέντα οι περιγραφές τόσων και τόσων περιηγητών που διάβηκαν εδώ τον ποταμό και διανυκτέρευσαν στο χάνι. Ο Γάλλος Βίκτωρ Μπεράρ στα 1891 γράφει: “θα κοιμηθούμε απόψε σ' ένα απομονωμένο χάνι στην είσοδο της γέφυρας του Χατζή – Μπεκιάρη. Το περίφημο αυτό γεφύρι του κάτω Σκούμπη είναι το μόνο που έχει διατηρήσει όλους τους θόλους του. Ένας γέρος εργένης (μπεκιάρης) προσκυνητής στη Μέκκα (Χατζής) το έχτισε στις αρχές του αιώνα. Καθώς τραβούμε τα ζώα μας στην άνοδο και τα συγκρατούμε στην κάθοδο εξακολουθούμε τις ευχαριστίες μας προς τον εργένη...”!

Γεφύρι στο χωριό Λιαμπινότι
 Είχε αρχίσει να βραδιάζει. Τρέχαμε πλέον προς το Ελμπασάν, όπου και θα διανυκτερεύαμε. Παρ' όλα αυτά έμελλε να συναντήσουμε ένα ακόμη γεφύρι. Όμορφο, μονότοξο και προπαντός γερό το βρήκαμε κάτω από το χωριό Λιαμπινότι, μέσα στο νέο οικισμό. Φανερό πως για απρόσκοπτη εδώ επικοινωνία έπρεπε οπωσδήποτε να γεφυρωθεί ο λάκκος που βλέπαμε. Να τον πούμε καλλίτερα ποτάμι αφού το νερό που έστελνε στο Σκούμπη – παρακάτω η συμβολή – και πολύ και γρήγορο ήταν.
Γεφύρι στο Λιαμπινότι.


Στο Ελμπασάν, πόλη μεγάλη πυκνοκατοικημένη, προσπαθήσαμε να ηρεμήσουμε,να κοιμηθούμε εξοικονομώντας δυνάμεις για την επόμενη.
Δεν ήταν εύκολο. Λιγότερο ο φόβος, περισσότερο οι φοβίες δεν μας άφησαν να κλείσουμε μάτι όλη νύχτα. Θυμόμαστε και το μπλόκο που είχαμε πέσει στην είσοδο στα πρώτα σπίτια της πόλης. Κόσμος, αυτοκίνητα, συνωστισμός. Οι αστυνομικοί όμως με τις μαύρες κουκούλες στα πρόσωπα περισσότερο φόβιζαν παρά καθησύχαζαν. Ευτυχώς ο Μπακίμ έλυσε το πρόβλημα σχετικά γρήγορα... Την άλλη μέρα ξυπνήσαμε,μάλλον σηκωθήκαμε νωρίς – νωρίς. Το πρόγραμμα προέβλεπε επίσκεψη σε δυο γεφύρια κοντά στη πόλη. Επρόκειτο για τα γεφύρια του Ζαρανίκα και του Κουρτ – Πασιά. Όμως, πολλές φορές άλλα περιμένεις και άλλα συναντάς.
Στην περίπτωσή μας, δυστυχώς και τα δυο γεφύρια τα βρήκαμε κατεστραμμένα. Για του Κουρτ – Πασιά το υποψιαζόμαστε, το άλλο όμως του Ζαρανίκα σπαταλήσαμε όλο το πρωινό μας αναζητώντας το. Τελικά το εντοπίσαμε, μάλλον φτάσαμε στη θέση όπου βρισκόταν κάποτε, μέσα στην πόλη. Άδικα το ψάχναμε έξω, όπως τα παλιά βιβλία περιέγραφαν. Το Ελμπασάν έχει εξαπλωθεί τόσο, ώστε συμπεριέλαβε το γεφύρι στα προάστιά του. Σήμερα είναι τσιμέντο!

Συρμάτινο γεφύρι στον Σκούμπη
 Απογοητευτήκαμε. Ταυτόχρονα όμως νιώσαμε και τυχεροί, γιατί μπορέσαμε να βρούμε φωτογραφία, που και τη μορφή του παλιού πέτρινου γεφυριού μαρτυρούσε και την αιτία του τέλους του αποκάλυπτε. Ήταν – κοιτάζαμε στη φωτογραφία – με λάθος σοβαρό στη μορφή του. Μια μικρή καμάρα, δηλαδή βοηθητική, είχε χτιστεί στο κέντρο του ποταμού, κι έτσι, οι υπόλοιπες τέσσερις, αρκετά μεγάλες διατάσσονταν συμμετρικά της – δεξιά κι αριστερά – στις άκρες της κοίτης.
Φυσικά ο Ζαρανίκας ένα τέτοιο λάθος δεν μπορούσε να το συγχωρήσει. Σε μια χειμωνιάτικη κατεβασιά του τα ξήλωσε όλα...
Συρμάτινο γεφύρι στον Σκούμπη.
Θελήσαμε να δούμε από κοντά και τα ερείπια του άλλου γκρεμισμένου γεφυριού του Κουρτ – Πασιά. Γι' αυτό φύγαμε νότια. Ο Σκούμπης κυλάει τα νερά του μερικά χιλιόμετρα κάτω από την πόλη αφήνοντας το Ελμπασάν δεξιά. Ανοιχτός εκεί ο τόπος, πλατιά η κοίτη, κάθε άλλο παρά προσφερόταν η θέση για να στηθεί το γεφύρι. Μα όσο δύσκολη, όσο επικίνδυνη η κατασκευή, άλλο τόσο κι απαραίτητη. Προσπάθησαν πολλοί εδώ, να στεριώσουν το γεφύρι. Μάταιες οι απόπειρες, γρήγορα διακόπτονταν, είτε γιατί τα χρήματα δεν επαρκούσαν, είτε γιατί ο Σκούμπης είχε άλλη άποψη.
Τελικά μόνο ο Κουρτ – Πασιάς, πετυχημένος τοπάρχης στο Μπεράτι, τα κατάφερε. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που αυτός ο πασάς χρηματοδοτούσε τέτοιο έργο. Στα 1778, ένα τεράστιο γεφύρι το μεγαλύτερο μέσα σ' ολόκληρη την Ήπειρο – έστω στις εσχατιές της – έλυνε το πρόβλημα, ανακούφιζε τον κόσμο. Και λειτούργησε χρόνια πολλά, κοντά ενάμιση αιώνα πριν το λυγίσει η αχαριστία των ανθρώπων. Ευτυχώς, ένας φωτογράφος θρύλος για την Αλβανία ο Μαρούμπι, είχε την πρόνοια να το αποθανατίσει σε καιρούς ανύποπτους, τέλη 19ου αιώνα. Έτσι, εμείς σήμερα μπορούμε να αναφερόμαστε σε αυτό με ακρίβεια.

Εν ενεργεία νερόμυλος στον Σκούμπη
 Είχε δώδεκα μεγάλα τόξα που, πειθαρχημένα με ισάριθμα ανεβοκατεβάσματα, έζευγαν τις μακρινές όχθες. Ανάμεσα στα τόξα πάνω από κάθε βάθρο ανοιγόταν κι ένα παράθυρο. Όλα αυτά τα παράθυρα , ψηλά δεξιά και αριστερά τους, φιλοξενούσαν δύο ακόμη θυρίδες, μικρά τεταρτοκύκλια. Συνολικά δηλαδή, τριάντα τρία ολόκληρα ανοίγματα πέρα και πάνω από τα τόξα, κυριολεκτικά κεντούσαν το γεφύρι, που διάτρητο έπαιρνε όψη πέτρινης δαντέλας. 
 
Εν ενεργεία νερόμυλος στον Σκούμπη.

“Μεγαλοπρεπής η γέφυρα ην έκτισεν ο Αχμέτ Κουρτ Πασσάς”...έγραφε ο Λαμπρίδης...κι εδώ το ταξίδι μας σταμάτησε. Μάλλον διακόπηκε γιατί ο Σκούμπης συνέχιζε το δρόμο του να βγει στη θάλασσα. Όμως εμείς δεν είχαμε άλλες πληροφορίες για γεφύρια ούτε οι συνθήκες επέτρεπαν ένα πιο ελεύθερο ψάξιμο.
Σίγουρα είναι, πως αν κάτι από αυτά αλλάξει αργότερα, θα επιστρέψουμε να συνεχίσουμε.
Προς το παρόν ταξιδεύαμε για Τίρανα! Έχοντας κλείσει δωμάτια εκεί, σε ένα καλό ξενοδοχείο, ελπίζαμε σε λίγες μέρες ξεκούρασης και ξενοιασιάς. Καμιά φορά, δύο μέρες...έντασης, όπως αυτές που ζήσαμε, ισοδυναμούν με ταλαιπωρία εβδομάδων. Άξιζε όμως ο κόπος! 

 Η παραπάνω εργασία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άπειρος Χώρα, αριθμ. Τεύχους 31, τον Απρίλιο του 2002.

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Περαταριά στον Αλφειό.

   Λειτουργούσε στις εκβολές του Αλφειού, στο ύψος του σημερινού Επιταλίου (Αγουλινίτσα), που το αναφέρει ο Πουκεβίλ ως εξής: “...όταν επέστρεψα από την περιήγησή μου στον Αλφειό, επιβιβάστηκα στο πορθμείο που οι ιεράρχες του πύργου εκμισθώνουν σήμερα αντί οχτακοσίων πιάστρων, χρησιμοποιώντας τα έσοδα για το φωτισμό των εκκλησιών της πόλης τους”. (1)
   Επίσης ο Πουκεβίλ αναφέρει ότι “...στο στόμιο του Αλφειού...ο αμμόλοφος πάνω στον οποίο στέκονται κι ασκούσαν την τέχνη τους είχε διαμορφωθεί πολύ πρόσφατα. Πρόσθεσαν μάλιστα, ότι πριν απ' αυτή την επιχωμάτωση, μπορούσαν κι έπλεαν στο ποτάμι πλοία πενήντα ως ογδόντα τόνων, ενώ τώρα διέρχονται με δυσκολία σκάφη των δεκαπέντε και των είκοσι τόνων. Το ίδιο μου είχαν πει και στον Πύργο.” (2)
   Ο Πλίνιος θεωρούσε τον Αλφειό πλωτό σε βάθος 6 μιλίων και έτσι σχεδίες έφταναν μέχρι το χώρο της Ολυμπίας.
   Όπως γίνεται αντιληπτό ο Αλφειός παλαιότερα ήταν πλωτός μέχρι ενός σημείου, διευκολύνοντας έτσι την πρόσβαση μικρών σκαφών και την λειτουργία πορθμείων μέχρι και το 1890, όπου κατασκευάστηκε η νέα γέφυρα λόγω της σιδηροδρομικής γραμμής.
  Υπάρχει και σχετική φωτογραφία του Φρεντ Μπουασονά (Frend Boissonnas 1858–1946, Γαλλοελβετός φωτογράφος) με τον τίτλο Ολυμπία – Αλφειός 1903.
 
Ολυμπία-Αλφειός 1903. Fred. Boissonnas.

  Μια μαρτυρία του Βασ. Σιακωτού, στη θαυμάσια δουλειά του που αναφέρεται στην Ενετοκρατία στην Πελοπόννησο (1687-1715), λέει πως
ο Έκτακτος Προνοητής του Μοριά Tadio Gradenigo παρατηρεί την πλευσιμότητα για 6 μίλια του Αλφειού με μεγάλα πλοία και με βάρκες στην υπόλοιπη διαδρομή και επισημαίνει την ανυπαρξία περάσματος επί του Αλφειού. Το μόνο πλωτό μέσο διέλευσης που υπήρχε ήταν ένα είδος μονόξυλου (που θυμίζει τις ινδιάνικες πιρόγες). Προτείνει την κατασκευή πορθμείου στον Αλφειό (passo), κατά το αντίστοιχο παράδειγμα της Ιταλίας αλλά και στον Πηνειό, και, σημειώνει ότι στο Μοριά συνήθως απαντώνται πετρογέφυρα, που πολλά απ' αυτά χρήζουν επισκευής.” (3)
  Και παρακάτω Έτσι, στις 20 Απριλίου 1693 (ν. ημ.) οι Ζακυνθινοί Γιάννης Προκόπης και Γιάννης Χαϊνιάτης συνάπτουν συμφωνία με το Βενετό υποδιοικητή της Πελοποννήσου Marin Michiel να κατασκευάσουν δύο βάρκες μήκους 8,5 m περίπου την κάθε μία (5 passi) για την διέλευση του Αλφειού με συνολικό τίμημα κατασκευής 55 ρεάλια. Την άλλη χρονιά (20 Μαΐου 1694 ν. ημ.), ο ίδιος Βενετός αξιωματούχος καθόρισε το αντίτιμο των ναύλων για τη διέλευση του Αλφειού με το πορθμείο. Οι πεζοί όφειλαν να πληρώνουν 6 σολδία (1 σολδίο=1/10 του ρεαλιού), οι έφιπποι 12 σολδία, για κάθε χοντρό ζώο 4 σολδία, για τα 10 αιγοπρόβατα 6 σολδία, για κάθε χοιρινό 1 σολδίο, για κάθε βουβάλι 6 σολδία και κάθε έφιππος κυνηγός 16 σολδία.” (4)
  Το έργο της περαταριάς είχε αναλάβει ο μαστρο-Γιάννης Χωνιάτης (Χαϊνιάτης). (5)
"Ο Αλφειός στην αρχαιότητα ήταν το ποτάμι με τους περισσότερους θρύλους, το ποτάμι που περιγράφηκε και υμνήθηκε όχι μόνο από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και ποιητές αλλά και από τους Λατίνους. Το ελληνικό "Χρονικόν του Μορέως" που είναι και η κυριότερη πηγή μιας ταραγμένης εποχής στον τόπο μας, της Υστεροβυζαντινής, αναφέρει 14 φορές τον Αλφειό αλλά ελαφρά παραλλαγμένο σε Α λ φ έ α και πάντα με τις εκφράσεις παραπόταμο ή περεπόταμο του Αλφέως ή στο πέρασμα του Αλφέως...στο τέλος της φραγκοκρατίας ο Αλφειός πήρε τ' όνομα Ρουφέας (ρουφιάς), που είναι λαϊκή ονομασία του γνωστή και σήμερα".(6)
Και παρακάτω αναφέρει ότι "Ο καθηγητής ΒΟΝ αναφέρει πως το Παλιοφάναρο του Αλμπεργκέττι, βρίσκεται στο γαλλικό χάρτη, έξι με εφτά χιλιόμετρα από την Ολυμπία. "Ένας λόφος, γράφει, δεσπόζει στο σημείο αυτό στην κοιλάδα και από την αρχαιότητα, ένα πέρασμα επιτρέπει να διασχίσει κανείς τον ποταμό με βάρκα - ο Πουκεβίλ την αποκαλεί μονόξυλο - ή με τα πόδια το καλοκαίρι. Πιστεύουν πως είναι η τοποθεσία της αρχαίας Φρίξας που σημειώνεται στον χάρτη του Graetinghofe" ". (7)
  Την περαταριά στον Αλφειό χρησιμοποίησε και ο Leake,  φεύγοντας από τον Πύργο χρησιμοποιώντας άλογα με αγωγιάτες, αφήνοντας πίσω του, όπως αναφέρει, προς τη θάλασσα τη λίμνη της Αγουλινίτσας, με τα διβάρια της. (8)
   Ο Ιρλανδός Edward Dodwell (1762-1832) αφού μας αναφέρει το λόγο επίσκεψής του στην Ελλάδα (να την κάνει γνωστή στον φίλο της αρχαίας Ελλάδας, κλπ), συνεχίζοντας λέει ότι μένοντας στο χωριό Μιράκα (περιοχή όπου τοποθετείται η αρχαία Πίσσα) ξεκίνησε την περιοδεία του από την Ολυμπίας, περνώντας τον Αλφειό, που η διάβασή του γινόταν με μονόξυλα (αυτό γινόταν κατά μαρτυρίες στη συγκεκριμένη περιοχή μέχρι και το 1950) κατευθύνθηκε προς τη Σκιλλουντία.
   Αναφορά για την περαταριά στον Αλφειό, σαν γεφύρι σε αυτή την περίπτωση, αναφέρεται κατά την εισβολή του Ιμπραήμ το 1825 στην Ηλεία. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι: "...ο αρχηγός των Αιγυπτίων διέσχισε τον ποταμό, νότια της πόλης του Πύργου, κάνοντας χρήση της γέφυρας, την οποίαν είχαν κατασκευάσει οι ντόπιοι προκειμένου να περνούν από τη μια όχθη στην άλλη τα ζωήλατα οχήματα και τα κτήνη τους. Στην συνέχεια εισήλθε ανενόχλητος στον εγκαταλελειμμένο από τους κατοίκους του, Πύργο, μέρος του οποίου παρέδωσε στις φλόγες". (9)


Σημειώσεις-βιβλιογραφία

  1. Πουκεβίλ. Ταξίδι στην Ελλάδα. Πελοπόννησος. Εκδόσεις ΣΥΛΛΟΓΗ Αφοί Τολίδη, σελ. 209 Αθήνα 1995
  2. Ομοίως. Σελ. 208
  3. Βασίλειος Σιακωτός. “'Έργα γεφυροποιίας, υδραγωγεία, οικοδομικά συνεργεία και συντεχνίες οικοδόμων στη Βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο (1687-1715). Η επισκευή της Γέφυρας της Μονεμβασιάς στα 1700.” “Περί Πετρογέφυρων-Μαστόροι και Γεφύρια”. Γ' Επιστημονική Συνάντηση ΚΕ.ΜΕ.ΠΕ.Γ. Αθήνα 2009. Σελ. 20
  4. Ομοίως. Σελ. 23
  5. Ομοίως. Σελ. 24
    6. Ανδρέα Δ. Μπούτσικα. Η Φραγκοκρατία στην Ηλεία (1205-1428). Τοπωνύμια-Κάστρα-Ναοί. Τόμος δεύτερος. Αθήνα 1994, σελ 65 και 66.  
    7. Ομοίως, σελ. 108.
    8. Martin Leake. Travels in the Morea. London 1830. 
    9. Περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 295 Μάρτιος 2022.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Bayezit koprusu - Sakarya. Γέφυρα Bayezit στον Σαγγάριο

Γεφυρώνει τον Σαγγάριο ποταμό στην πόλη Geyve στην περιοχή Alifuatpas, βόρεια της πόλης Sakarya.
Είχε 5 κύριες καμάρες, που κάλυπταν την κοίτη του ποταμού, εκ των οποίων έχουν απομείνει οι τρεις. 
   Χτίστηκε, επί Bayezit II, από τον μηχανικό Mimar Abdullah, μαθητή του μεγάλου Mimar Sinan.
 
Bayezit koprusu στον ποταμό Σαγγάριο, Φωτο: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου (ΑΓΠ).

Οι δύο κεντρικές καταστράφηκαν από ένα δυνατό κατέβασμα του ποταμού και στη θέση αυτή έχει τοποθετηθεί σιδερένια κατασκευή με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί η αρχική μορφή του.

Η βάση του γεφυριού. Φωτο: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου (ΑΓΠ).
   Έξω από την κοίτη του υπάρχουν επίσης 10 ακόμα καμάρες, προς την μεριά της κύριας πόλης.
Η στήλη με το χορηγό. Φωτο: ΑΓΠ
   Έχει μήκος 196,5 μέτρα και πλάτος 5,5, με στηθαία 90 cm και ανακουφιστικά ανοίγματα.
Έχει επισκευαστεί, κατά εκτεταμένο τρόπο το 1949 και επιτρέπεται η διάβασή της από αυτοκίνητα και μικρά φορτηγά.
   Στο μέσον ακριβώς υπάρχει στήλη, στημένη από τον τοπικό δήμο, που αναφέρει τον χορηγό (Σουλτάνο Βαγιαζήτ) και το έτος κατασκευής (1495), εξού και η ονομασία του.
   Ο Σαγγάριος χύνεται στη μαύρη θάλασσα, οι πηγές του βρίσκονται στην περιοχή του Eski Sehir και το μήκος του είναι 824 χιλιόμετρα.

Δείτε το παρακάτω video για το γεφύρι:

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Γεφύρι στη θέση “Δομοκός” ή Βιδιακίτικο γεφύρι.


                 Η ιστορία ενός σπουδαίου γεφυριού, οι πρωτομάστορες και το χτίσιμό του.
 
Βιδιάκι Γορτυνίας.
 
Λέγεται και Βιδιακίτικο λόγω της θέσης του κοντά στο χωριό Βιδιάκι Γορτυνίας, πού βρίσκεται δυτικά σε απόσταση τριών χιλιομέτρων και που είναι χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης Στράτος.
Χτίστηκε το 1870 (κατ' άλλους το 1875) από ντόπιους, Λαγκαδινούς στην καταγωγή μαστόρους, τους αδελφούς Φώτη, Κώστα, Πάνο και Σπύρο Πουρνάρα από το Μοναστηράκι, που έχτισαν το “Παραλογγίτικο” επί του Ερύμανθου επίσης και το γεφύρι της “Δήμητρας” κοντά στο ομώνυμο χωριό - πρώην Δίβριτσα - της Γορτυνίας, επί του Λάδωνα. Μεταξύ των άλλων - προφανώς - κατασκευών τους είναι και το καμπαναριό της εκκλησίας “Κοίμηση της Θεοτόκου” στο Μοναστηράκι, όπως επίσης και η μέχρι ενός ύψους εκκλησία του “Αγίου Δημητρίου” στο Βιδιάκι.
Γεφύρι στη θέση "Δομοκός" ή Βιδιακίτικο γεφύρι. (Φωτο: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου)
 Οι συγκεκριμένοι Πουρναραίοι, ήταν εγγόνια των ξακουστών μαστόρων Πάνου, Φώτη και Νίκου Πουρνάρα, που εκτός των άλλων, έχτισαν με μεγάλη μαστοριά και τον πύργο του Αλή Φαρμάκη, αδελφοποιτού του Κολοκοτρώνη, στο Μοναστηράκι στις αρχές του 1800 - κατ' άλλους 1806 - 1807. Λέγεται ότι είχαν χρησιμοποιήσει περίπου 50.000 αυγά στο μείγμα του υλικού της λάσπης, που χρησιμοποίησαν για το χτίσιμο του πύργου, ώστε να καταστεί “σιδερένιος” και να αντέξει. Η μέθοδος με τα αυγά και τη μαστίχα, ήταν των Λαγκαδινών μαστόρων, πετράδων και χτιστάδων. Επίσης ενδιάμεσα, στο διπλοτοίχι, τοποθετούσαν μαλλί προβάτων και γιδιών (το λεγόμενο κοζά) για να αντέξει στους κραδασμούς από κανονιοβολισμούς, αλλά και από τυχόν σεισμούς. Και απ' ότι λέγεται, πραγματικά ο πύργος άντεξε στους βομβαρδισμούς το 1808 από το στρατό του Βελή πασά, καθώς δέχθηκε 3.764 κανονιές μέσα σε 65 μέρες, που βάσταξε η πολιορκία.(1) Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι “κατά την 64ην ημέραν ηκούσθη ένας τρομακτικός θόρυβος και κρότος, ο πύργος εσείετο συνεχώς επί ένα τέταρτο της ώρας. Οι Τούρκοι είχαν ανοίξει ένα μεγάλον υπόνομον κάτω από τον πύργο, ετοποθέτησαν χιλιάδες οκάδες μπαρούτι κ' έθεσαν πυρ εις αυτόν να τον ανατινάξουν. Αλλά το σχέδιόν των αυτό απέτυχε, διότι το οξυδερκέστατο μάτι του Κολοκοτρώνη διείδε τον κίνδυνον, έσκαψεν απέναντι άλλον υπόνομον και τοιουτοτρόπως εξουδετερώθη η πίεσις των αερίων. Οι Τούρκοι είχον αποτραβηχτεί και επερίμεναν την καταστροφή του οχυρού, αλλά έκπληκτοι το βλέπουν να στέκη ακίνητον και τους πολιορκουμένους από τη χαρά τους να ρίχνουν μια ομοβροντίαν πυροβολισμών.” (2)
Το Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου επί τω έργω. (Φωτο: ΑΓΠ)
'Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Θεόδ. Κολοκοτρώνης στη ¨Διήγησιν συμβάντων της Ελληνικής Φυλής¨ που υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη "...τρεις χιλιάδες επτακόσιες τριάντα τέσσερις κανονιές μας έριξαν εις το διάστημα εξήντα πέντε ημερών. Αφού είδαν ότι ούτε τα κανόνια τους δεν μας έκαμναν τίποτε, ούτε το λαγούμι, μας εζήτησαν συμβιβασμόν...Επήγα εις το Πυργί και εμβαρκαρισθήκαμε, και απόλυσα τα ενέχυρα, και έστειλα γράμμα του Αλή Φαρμάκη, ότι εμβαρκαρίσθηκα υγιής. Το Πυργί (ο σημερινός Άγιος Ηλίας του δήμου Πύργου) από τον Πύργο είναι δύο ώρας και έως την Γαστούνη έξη. Μόλις είχαμεν μακρυνθή δύο μίλια, και τα τούρκικα στρατεύματα από την Γαστούνη είχαν έλθει να πιάσουν το Πυργί, αλλ' ήμεθα μακρυσμένοι. Αφού επήγε είδησις του Αλή Φαρμάκη ότι εμβαρκαρίσθηκα, εβγήκε και αυτός και επήγε εις την Τριπολιτσά και επροσκύνησε τον Βελήπασα".
Είναι χτισμένο στη θέση “Δομοκός” επί του Ερύμανθου. Μετά από ενέργειες του συλλόγου Βιδιακιτών, προς την Β' Εφορία Αρχαιοτήτων στην Πάτρα την 28.01.2002, χαρακτηρίσθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού με το ΦΕΚ 886/02/07/03 ως διατηρητέο μνημείο με το αιτιολογικό ότι: “...η ανωτέρω γέφυρα αποτελεί σημαντική μαρτυρία για το τρόπο επικοινωνίας και την κοινωνικοοικονομική οργάνωση της περιοχής και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της ευρύτερης περιοχής από την αρχαιότητα ως σήμερα καθώς και με τις μνήμες των κατοίκων”.
Χτίστηκε με έξοδα του τότε Δήμου Θελπούσης με έδρα το χωριό Χώρα Γορτυνίας και αποτέλεσε για πολλά χρόνια το αναγκαιότερο και ωφελιμότερο έργο για τους κατοίκους της περιοχής και διέξοδο επικοινωνίας τους προς Ηλεία, Αχαΐα και αντιστρόφως, αφού βρίσκεται στη μέση σχεδόν του μήκους 60 χιλιομέτρων Ερύμανθου, από τις πηγές του μέχρι την εκβολή του στον Αλφειό.
Είναι ένα σπάνιας αρχιτεκτονικής ομορφιάς, μονότοξο ημικυκλικό  κομψοτέχνημα, με επίπεδη επιφάνεια διάβασης, μια σειρά θολίτες, σχολαστικά πελεκημένη πέτρα και τέλειες αναλογίες, γνήσιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της πατροπαράδοτης τέχνης των Λαγκαδινών μαστόρων. Ο βατός δρόμος ξεκινούσε από τη μέση του χωριού Βιδιάκι, τη θέση “Αλώνια”, για την εξυπηρέτηση των αγρών και τη μετάβαση απέναντι στα χωριά της Ηλείας {Κούμανι κλπ}. Χτίστηκε με ντόπια υλικά, που αφθονούν στην περιοχή και την Αρκαδία γενικότερα, μετά από ενέργειες του επί 12ετίας Δημάρχου της περιοχής Ζώη Μυλωνά από το Βιδιάκι και με έξοδα του κρατικού προυπολογισμού. Στην ιδιοκτησία του Ζ. Μυλωνά ήταν μύλος και νεροτριβή νότια του Δομοκού στη θέση “Τσαγκάρη”, που πλειοδοτήσας τον πήρε μετά την επανάσταση και πήρε το όνομά του. Λειτούργησε μέχρι το 1915 – 20 και υπάρχουν τα θεμέλιά του.
Το κατάστρωμά του. (Φωτο: ΑΓΠ).
Οι παλιοί δρόμοι πρόσβασης, τα μονοπάτια δηλαδή, από Παραλογγούς – Πέτα, Βιδιάκι, Αϊ – Γιαννάκης, Διβραίκα αμπέλια, έχουν κλείσει παντελώς από τα δέντρα. Σκέτο δάσος. Καλό από τη μια μεριά, γιατί στερεί από κάποιους ασυνείδητους τις κάθε είδους “παρεμβάσεις” λιγοστεύοντας τα προβλήματά του (και έχουμε δει πολλές απ' αυτές που ξεκινούν από την αφαίρεση της πέτρας και φθάνουν μέχρι την τσιμεντοποίηση για δήθεν διάσωση), κακό από την άλλη γιατί η συντήρησή του καθίσταται δύσκολη έως ακατόρθωτη λόγω της αποκοπής του εντελώς από κάθε πρόσβαση. Η μόνη διακριτή οδός πρόσβασης είναι από το ρέμα “Ρούτελη”, που όταν μίλαγαν γι΄αυτό οι παλαιοί “έτρεμε το στόμα τους”. Τόσο επικίνδυνος είναι ο χείμαρρος αυτός κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες και τις περιόδους ξαφνικών “κατεβασμάτων”.
Η εγκατάλειψη της υπαίθρου είχε και σαν αποτέλεσμα ακόμη και τη στέρηση των “γιδόστρατων” που οδηγούσαν στο γεφύρι. Εντυπωσιακό είναι ακόμα και το μήκος των καμαρολίθων (0,80μ) καθώς και η κλίση των στηθαίων, που πιθανόν να έγινε για λόγους στατικότητας, βάρους , ακόμη και δυσκολίας μεταφοράς των υλικών λόγω του απότομου της τοποθεσίας. Το “εργοτάξιο”, φαίνεται ότι ήταν προς τη μεριά της Αρκαδίας, 30 -40 μέτρα από το γεφύρι, όπου υπάρχουν ίχνη λατομείου και μια πηγή με πλατάνια.
Ο συνταξιούχος δάσκαλος και τέως πρόεδρος του συλλόγου Βιδιακιτών, που επί προεδρίας του έγιναν οι ενέργειες για το χαρακτηρισμό του γεφυριού ως διατηρητέου μνημείου και απόλυτος γνώστης των γεγονότων και των καταστάσεων της περιοχής, Κων. Ι. Κηπουρός (Γεραμανόγιαννης) αφηγείται: (3)
Μια άλλη πλευρά του. (Φωτο: ΑΓΠ).
«...το όνομα δεν αποκλείεται να έχει σχέση με το Δομοκό και τη μάχη του Δομοκού, πάνω στη Φθιώτιδα, από κάποιους στρατιώτες που πολέμησαν εκεί, γιατί έχουμε και από τη μάχη της Τζουμαγιάς το 1913...έχουμε βάλλει ονόματα “Τζουμαγιά”, ξέρω γω...εδώ, εκεί...Τόχτισαν η κομπανία των Πουρναραίων. Ήτανε και μερικοί ντόπιοι μάστορες...Ένας Σαμαράς, το παρατσούκλι του, επειδή έκανε σαμάρια... λεγόταν Μουρούκης...ήτανε χτίστης αυτός...μαζί μ' αυτόν και το μπουλούκι του... μικρό, γιατί μεγάλα μπουλούκια είχαν οι Λαγκαδινοί μαστόροι. Οι Πουρναραίοι, συνέπεσε τότε να ήτανε ένας από το Βιδιάκι και συνέπεσε επί συνεχή 12ετία Δήμαρχος να ήταν από το χωριό μας, ο Ζώης ο Μυλωνάς, έτσι λεγόταν, και έκανε πολλά έργα.., και στην περιοχή του βέβαια χρειαζόταν ένα γεφύρι και με ενέργειες αυτού και δαπάνη φυσικά δημοσία πρέπει να ήτανε . Οι Πουρναραίοι λοιπόν μαστόροι, από το επώνυμο Πουρνάρας, Λαγκαδινοί ήσαν, η καταγωγή τους από τα Λαγκάδια και μιά οικογένια απ' αυτούς είχε έλθει και έμενε στο Μοναστηράκι, που είναι δίπλα στο Βιδιάκι. Χτίστηκε το 1870. Μάλιστα τότε οι ντόπιοι, οι χωριανοί ετάιζαν τους μαστόρους, τους προσέφεραν το φαγητό...και ο παππούς μου, πατέρας του πατέρα μου, επρόσφερε ένα κριάρι...το έσφαξε, το ετοίμασε...Κωνσταντίνος Κηπουρός του Γεωργίου εκείνος...το 1870...ήτανε και χρόνια πρόεδρος της κοινότητας ο παππούς μου. Τα υλικά , ντόπια τα πήραν από κει...δεξιά και αριστερά...η Γορτυνία είναι ονομαστή. Χρησιμοποιούσαν για το γεφύρι αυτό και για τη μεταφορά υλικών μουλάρια και γαιδούρια... και ασβέστη φυσικά...ανοίγαν καμίνια, ασβεστοκάμινα στην περιοχή...στο σημείο εκείνο εκεί...έβγαζαν τον ασβέστη και τον χρησιμοποιούσαν...το έχτισαν στο σημείο αυτό γιατί είναι το στενότερο σημείο...έχει και βάση...πόδια αριστερά και πόδια δεξιά...πάνω σε βράχο...»
Και συνεχίζοντας ο Κων. Κηπουρός λέει:
«...Από το γεφύρι αυτό έγιναν δύο απόπειρες αυτοκτονίας δύο αδελφών πριν από 40 – 50 χρόνια. Δύο αδελφοί είχαν έλθει γαμπροί, σώγαμπροι, στο Βιδιάκι και τέλος πάντων...οι ανάγκες...πήγε ο ένας πρώτα...κατόπιν ο άλλος...και τελείωσαν. Το γεφύρι συνέδεε άμεσα από τη μεριά της Γορτυνίας Βιδιάκι, Πέτα, Καρδαρίτσι, Παραλογγούς, Βελημάχι, Μοναστηράκι, Κοντοβάζαινα και κείνους που ήθελαν να πάνε προς την Πάτρα, τα μέρη της Ηλείας, της Αχαΐας. 
Το δεξιό βάθρο. (Φωτο: ΑΓΠ).

Από το σημείο αυτό περνούσανε τότε γιατί δεν είχε γίνει η “111” οδός και δεν υπήρχαν και σε χρήση τα αυτοκίνητα. Στο γεφύρι κατεβαίνεις από Βιδιάκι...έχει και δρόμο από Παραλογγούς – Πέτα...είχε... αλλά τώρα επειδή έμειναν έρημα τα πάντα...τώρα η πρόσβαση έκλεισε, από τη βλάστηση...κλείσανε οι δρόμοι...πας με τα πόδια...είχαμε κάνει έγγραφα να φροντίσουν για τη βατότητα... Το Βιδιάκι είναι χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης Στράτος. Η Στράτος έγκειται στη θέση “Κάτου βρύση”. Έχουμε βρει το ξενόγλωσσο και τα αρχαία από τα κυκλώπεια τείχη, που κύκλωναν την ακρόπολη της πόλης. Εκεί που έχουμε εμείς το νεκροταφείο, πάνω στο ύψωμα, ήτανε η ακρόπολη της αρχαίας Στράτου...επί του λόφου “Παναγιά”, χτισμένη με τοίχος γύρω - γύρω, από το οποίο έχει μείνει ένα κομμάτι πέντε μέτρα μάκρος και ένα μέτρο ύψος με τους ογκόλιθους... Έχει ένα μύλο παραπάνω από το γεφύρι. Υπήρχε της “Παπαρωνιάς” ο μύλος...ήταν μια γυναίκα...του Παπαρώνη...κάνει ένα στενό κατέβασμα εκεί το ποτάμι κι έχει δυνατό ρεύμα...και υπήρχε της “ Παπαρωνιάς” ο μύλος...τα ερείπια πρέπει να υπάρχουν...υπάρχει και παρακάτω κι άλλος μύλος...κοντά στο Παραλογγίτικο γεφύρι... υπάρχουν τα ερείπιά του... Απόγονοι αυτών των Πουρναραίων χτιστών υπάρχουν στο Μοναστηράκι. Οι απόγονοι των χτιστών του γεφυριού στο “Δομοκό” έχουν χτίσει και καμπαναριά...στο Μοναστηράκι...με πελεκητή πέτρα...και άλλα καμπαναριά στην περιοχή. Μάλιστα και τη δική μας εκκλησία ο τελευταίος Πουρνάρας την έχει χτίσει...»
Το γεφύρι στο “Δομοκό” χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της Γορτυνίας, που κατέβαιναν στον κάμπο για δουλειά, λόγω του φτωχού και άγονου της περιοχής τους, χρησιμοποιώντας πολλές φορές επικίνδυνες διαδρομές για συντόμευση του δρομολογίου τους, όπως μας λέει ο Κ.Ι.Κηπουρός:
«...ο δρόμος που εξυπηρετούσε τους κατοίκους της Γορτυνίας με τον κάμπο περνούσε από το γεφύρι του “Δομοκού” και το “Πουρνογιόφυρο”. Όταν ήταν καιρός να χαρακώσουν τη σταφίδα ξεκινούσαν παρέες - παρέες και πήγαιναν στον κάμπο της Αμαλιάδας, στο Χάβαρη, στα χωριά της Ηλείας. Όταν ήταν καλός ο καιρός περνούσαν από τη “Ντάλομη”...δεν είχε γεφύρι βέβαια...περνούσαν μέσα...απλό εκεί το ποτάμι. Μάλιστα ο χάρτης της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού τη φράφει “Τάμολη”...ήταν “Ντάλομη”...δεν υπήρχε γεφύρι εκεί...έχουμε κάνει αγώνα τόσα χρόνια...από το 1928...άρχισαν το δρόμο από δω κι από κει και ακόμα έτσι παραμένει.
 Είχαμε φτάσει στο σημείο να βάλουμε μια γέφυρα Μπέλεϊ εκεί...το 1977 – 78...την είχαμε έτοιμη... έγινε η αναπροσαρμογή των κυβερνήσεων...τέρμα...χάθηκε...την πήραν οι Ηλείοι πολιτικοί στον κάμπο της Πηνείας...»
Είναι επίσης πιθανόν να ονομάστηκε έτσι η περιοχή που βρίσκεται το γεφύρι λόγω της ύπαρξης εκεί ομώνυμου χωριού, όπως αναφέρει ο Άγγλος περιηγητής William Leake: “ κάτω από μας, στην δεξιά όχθη του ποταμού Ερυμάνθου είναι μερικά αρχαία υπολείμματα ενός χωριού, που κάποτε υπήρξε εκεί, ονομαζόμενο Δομοκό. Είναι ίσως η πόλη Θραιστός” (4).
Προσθέτω εδώ και μια μαρτυρία του γιατρού Σωτήρη Σωτηρόπουλου, προέδρου του Πνευματικού Κέντρου Δίβρης για το γεφύρι αυτό:
" Το γεφύρι αυτό που είναι στα κτηματικά όρια της Δίβρης με το Βιδιάκι, εξυπηρετούσε πολύ (μέχρι την δεκαετία του 1950-1960 που θυμάμαι) και τα Βιδιακιοτόπουλα που ερχόντουσαν στο Γυμνάσιο της Δίβρης αλλά και τους Βιδιακίτες που ερχόντουσαν στη Δίβρη και πωλούσαν (η αλήθεια σε εξευτελιστικές τιμές, οι καημένοι φτωχοί ανθρωποι) κυρίως σύκα, καυσόξυλα και καμιά φορά πέστροφες όταν κατέβαζε πολύ ο Ερύμανθος ποταμός θολωμένος και πέταγε στην όχθη τα ψάρια, που τα έπαιρναν οι Διβριώτες "μπιρ παρά"..,," (5).
Πέραν των παραπάνω, πρέπει να αναφέρουμε και μια αναφορά του Γεωργίου Παπανδρέου που λέει ότι "Προχωρεί προς τα νότια (ο Ερύμανθος) με μεγάλη ορμή και γίνεται αδιάβατος κατά το μεγαλύτερο μέρος του. Μόνο δύο γέφυρες επιτρέπουν τη διάβασή του μέχρι το σημείο που εκβάλλει στον Αλφειό. Η μία τώρα χτίζεται κάτω από το χωριό Παραλογγοί (πρόκειται για το παραλογγίτικο γεφύρι, που χτίστηκε το 1870 ή 1875) και η άλλη, προς το Πρινογέφυρο (το Πουρνογιόφυρο), έχει φτιαχτεί στα χρόνια της Οθωμανικής δυναστείας, ανατολικά της ιστορικής από την επανάσταση θέσης: ¨Πούσι του Λάλα¨". (6)
Σημειώσεις.
1.     “Η Γεννιά των Κολοκοτρωναίων και τα τραγούδια τους”. Ηλίας Π. Τουτούνης,εκδόσεις Κοκλάκι, Αμαλιάδα 2009
2.     Ηλειακά Τριμηνιαίο περιοδικό λαογραφικής-ιστορικής και γλωσσικής σπουδής της Ηλείας. Εκδότης -διευθυντής Ντίνος Δ. Ψυχογιός Τεύχος Ι' 1956 Λεχαινά σελ. 208-209
 3. Αφήγηση στον γράφοντα
4.  W. Leake. Travels in Morea, σελ.236 από το βιβλίο του Κ.Ι.Κηπουρού, Βιδιάκιον Γορτυνίας – η γενέτειρά μου, Αθήνα 1988.
5.  Αφήγηση του Σωτήρη Σωτηρόπουλου στον γράφοντα στις 04/12/2017. 
6.  Γεωργίου Παπανδρέου Δ.Φ. ΑΖΑΝΙΑΣ. Εν Πύργω εκ του τυπογραφείου της εφημ, ΗΛΕΙΑΣ. 1886. Σελ.21.

Δείτε το παρακάτω σχετικό video για το σπουδαίο αυτό γεφύρι: