Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου

Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου
Πετρογέφυρα: διαδρομές...της φύσης τα καμώματα...δημιουργήματα...μνήμες...αναφορές...βιώματα

Τιμή στους μάστορες, που άφησαν με τα εμπνευσμένα έργα των χεριών τους το ίχνος τους στην ιστορία της νεοελληνικής αισθητικής, σμιλεύοντας την πέτρα και δαμάζοντας το νερό της Πελοποννησιακής γης, με την απαράμιλλη τεχνική τους, τη φλόγα της ψυχής τους και το σεβασμό στη φύση.
Ας γνωρίσουμε αυτούς και τα έργα τους.

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

9. "Άγιος Ιωάννης" και "Ταξιάρχες" χτίζονται σε 40...ημέρες - Περί Λαγκαδινών μαστόρων



Στήτω ήλιος κατά...Αλφειόν

και η σελήνη κατά...Σέρβου βουνό!...”



Ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της “μαστοριάς” των Λαγκαδινών μαστόρων σε συνδυασμό με την εξυπνάδα των προυχόντων της Αρκαδικής κωμόπολης, “του κρεμαστού χωριού”, είναι και οι εκκλησίες του “Αγίου Ιωάννη” και “των Ταξιαρχών” στην “Κάτω Γειτονιά”, που λέγεται ότι χτίστηκαν μέσα σε 40 ημέρες.

Μια παραστατικότατη εικόνα για το πως πραγματοποιήθηκε αυτός ο άθλος μας δίνει ο Χρ. Νικήτας-Ντέλας (“Θα γυρίσουν τα χελιδόνια”):

...25 του Μάρτη 1808. Για πρώτη φορά στις Λαγκαδιές χτυπάνε τα σήμαντρα απ' τις δυο ολοκαίνουργιες εκκλησίες και φλογίζουν τις ψυχές των σκλαβωμένων ραγιάδων. Μια γριά ρωτάει ένα παλικάρι:

~ Πως βαρούνε, γιέ μου, τούτες οι καμπάνες! Δεν έχω ακουστά στη ζωή μου τέτοιες φωνές! Πέτρες ραίζει το σκούξιμό τους! Λες ν' αναζούπησε ο ραγιάς;

~ Αλήθεια γερόντισσα. Η κραυγή τους φτάνει στα μεσούρανα! Φαίνεται πως έφτασε πια η ευλογημένη μέρα της λευτεριάς. Οι παλιότουρκοι που κάθονται στο σβέρκο μας κάπου τετρακόσια χρόνια, είναι πια καιρός να προγκίξουνε από τ' άγια μας χώματα και να πάνε από κει που ήρθανε. Φωνή λαού, οργή θεού!

Τιμή και δόξα στο Γέρο – Ντεληγιάννη – Μοραγιάννη, άρχοντα του Μοριά, με τη γεμάτη Ελληνικό αίμα καρδιά του, που εμπνεύσθηκε αυτό το έργο. Τιμή και δόξα στους λαγκαδινούς μαστόρους, που με το πυρωμένο καμίνι της ψυχής τους, την απαράμιλλη τέχνη τους πάνω στην πέτρα, το στέρεο σαν κάστρο μυαλό τους και η σβελτοσύνη που η πίστη τους την έκανε...απίστευτη, υψώσανε στον ήλιο τις δυό τρανές και θαυμαστές εκκλησίες, το Μάρτη του 1808...”

Να πως έγινε κατορθωτό αυτό.

Ο Γερο – Μοραγιάννης (Μοραγιάν βιλαετλής, δηλαδή εκπρόσωπος της επαρχίας του στο συμβούλιο του Μόρα Βαλεσί, του πασά της Πελοποννήσου με έδρα την Τρίπολη) πήγε αρχές του καλοκαιριού στον πασά και του ζήτησε την άδεια για να χτίσει δύο εκκλησίες για τους ραγιάδες προκειμένου αυτοί να μη γίνουν κλέφτες. 
Εκκλησία Ταξιαρχών
 

Με την πονηριά του έπεισε τον πασά, ο οποίος του έθεσε τον όρο να τελειώσουν μέσα σε 40 ημέρες, που όπως θεωρούσε ήταν αδύνατο να χτιστούν. Η άδεια όμως δεν δινόταν από τον πασά γιατί, πονηρά σκεπτόμενος, περίμενε να έλθει ο χειμώνας και τότε έδωσε την άδεια με την προϋπόθεση να ξεκινήσουν τα έργα αμέσως, καταχείμωνα, με τα χιόνια και τα κρύα και όλες τις δυσκολίες που απορρέουν από τα καιρικά φαινόμενα για το κουβάλημα της πέτρας από το βουνό, το πάγωμα των χεριών των μαστόρων και τα άλλα βάσανα. Περίμενε λοιπόν την απάντηση του Μοραγιάννη ο πασάς. Και τότε...τη συνέχεια μας τη δίνει ο Χρ.Νικήτας -Ντέλας:

...όμως είχαν οι φύλακες τη γνώση. Πονηριά ο πασάς, πρόβλεψη της πονηριάς ο Ντεληγιάννης. Στον κρυφό συναγωνισμό κέρδισε ο δεύτερος!

Από την ημέρα που γύρισε στις Λαγκαδιές το καλοκαίρι ο Ντεληγιάννης με την προφορική συγκατάθεση του πασά, έβαλε μπροστά τις δουλειές, μελετημένα, μυστικά και...αθέατα.

Δυο πρωτομαστόροι, λαϊκοί αρχιτέκτονες, ετοίμασαν τα σχέδια κι υπολογίσανε τα υλικά, τους μαστόρους και τα μαστορόπουλα. Έβαλαν κρυφά λιθαράδες να βγάζουνε πέτρες στο βουνό, άλλους να ετοιμάζουνε άμμο και χώμα, ασβέστη στα καμίνια, γυναίκες να μαγειρεύουν και να τους πηγαίνουν φαΐ, νερό και κρασί κι όλο το χωριό να βοηθάει χωρίς να φαίνεται.

Τους Τούρκους τους κοιμήζανε με φιλέματα και γλυκόλογα. Και αφού μαζέψανε όλα τα υλικά, έτοιμα για μεταφορά, προσμένανε με λαχτάρα τη μεγάλη ώρα.

Μόλις φάνηκε το χαρτί του πασά, γίνηκε συναγερμός στο χωριό. Νέοι και γέροι, γυναίκες και παιδιά από μέσα τις λαγκαδιές κι από τα πιο απόμερα καλύβια, πεταχτήκανε στις στράτες με φλεγόμενη ψυχή και σταυροκοπήματα να κάνουνε το θάμα.

Αμέτρητα μαστορόπουλα και γαιδουρομούλαρα, κουβάλαγαν λιθάρια κι άλλα υλικά, από τα χαράματα ως το σουρούπωμα, οι μαστόροι δεν άργησα ν' ανοίξουν τα θεμέλια, άλλοι έφερναν τα ξύλα, εργαλεία και...λεβέτια με βραστές γίδες και χοιρινά, τσουκάλια και τετζέρια με ντόπιο κρασί και γλυκά. Οι στράτες κι οι γειτονιές μοσκομυρίζανε χαλβάδες, κουραμπιέδες και μπακλαβάδες. Ήταν σαν την πιο τρανή γιορτή όλων των χρόνων της σκλαβιάς!

Άνοιξε ξαφνικά κι ο ουρανός, χαθήκανε τα μαύρα σύγνεφα και φάνηκε ψηλά ο ήλιος, πιο λαμπρός και πιο καυτός από κάθε φορά, που έλιωσε τα χιόνια. Στα μέσα του καταχείμωνου, φλεβάρη μήνα, οι ραγιάδες τον έβλεπαν σαν τον ήλιο της λευτεριάς.

Οι μαστόροι δούλευαν με αφάνταστο μεράκι, οι πελεκάνοι στρώναν και γωνιάζανε τις πέτρες με το σφυρί και το ματζακόνι, τα μαστορόπουλα κουβάλαγαν τα υλικά πετώντας σαν πουλιά, άλλα βάζανε στον ώμο τους το πηλοφόρι κι εδίνανε λάσπη στους μαστόρους κι οι γυναίκες φέρναν το φαΐ και το πιοτό. Μπόλικο το φαγοπότι, πλημμύρα η χαρά και το τραγούδι που δεν πρόφταινε να φτάσει στα χείλη, έκανε τις καρδιές να χορεύαν!

Κι οι Τούρκοι πιο πέρα την πέρναγαν...μπέικα.

Ημέρα με την ημέρα τα έργα προχώραγαν. Μα δεν ήταν μόνο το χτίσιμο. Οι εκκλησιές χρειάζονται και τόσα άλλα. Και γι αυτά είχε προβλέψει ο σοφός Γέρος.

Από το καλοκαίρι κιόλας παράγγειλε τις καμπάνες από τη γειτονική Στεμνίτσα, περίφημη για την κατασκευή τους, εικόνες απ' το μοναστήρι της Αιμυαλούς, στην Δημητσάνα και την Αγία Λαύρα. Κι όλα τα ιερά σκεύη και βιβλία, ξυλόγλυπτα από τη Βερβίτσα, καντήλια και πολυελαίους από την Ντροπολιτσά.

Κι όταν πέρασε ο μήνας, στενοχωριόσαντε όλοι μπας και τα έργα μείνουν στη μέση. Η μέρα ήτανε μικρή και το βράδυ ερχότανε γλήγορα. Ένα δειλινό βλέπουν τον παπά – Σταθούλη, που βοήθαγε κι αυτός σαν...μαστορόπουλο, να στρέφει το βλέμμα του στον ουρανό και να ικετεύει τον ήλιο και το φεγγάρι σαν άλλος Ιησούς του Ναυή:

Στήτω ήλιος κατά...Αλφειόν

και η σελήνη κατά...Σέρβου το βουνό!...

Το 'χε πάρει από τη βίβλο, που γράφει πως στη μάχη των Εβραίων με τους Χαναναίους,οι πρώτοι για να ολοκληρώσουνε τη νίκη, παρακάλαγαν τον ήλιο και το φεγγάρι να μη βασιλέψουν:

Στήτω ήλιος κατά Γαβαών

και η σελήνη κατά φάραγγα Αιλών

Οι αγράμματοι ραγιάδες το μεταφράσανε στη γλώσσα τους:

Σταμάτα ήλιε μου

μην το κουνάς φεγγάρι!

Όμως κι αν ο ήλιος δεν ήταν δυνατόν να σταματήσει ούτε στιγμή την τροχιά του και το φεγγάρι σεργιάναγε αδιάκοπα στη στράτα τ' ουρανού, τα χέρια των ραγιάδων βγάζαν αστραπές και το έργο περπάταγε σαν ελάφι.
Λαγκάδια

Και το θάμα έγινε:

Σ' αυτές τις σαράντα ημέρες, υψωθήκανε στις Λαγκαδιές δυο μεγαλόπρεπα σπίτια του θεού, με μεγάλους τρούλους και ψηλά καμπαναριά, μπήκανε χάλκινες βαριές καμπάνες, εικονίσματα, ξυλόγλυπτα, καντήλια και πολυέλαιοι, σκεύη και βιβλία, μανουάλια, κεριά και λαμπάδες κι Άγιες Τράπεζες! Κάναν όλοι το σταυρό τους και πιστεύανε πως για το θάμα κατέβηκε και βοήθησε ο ίδιος ο θεός!

Ο πασάς, μαθαίνοντας το θάμα, λύσσαξε από το κακό του και αυτή την λύσσα την κράτησε, ώσπου την πλήρωσε ο Γερο – Ντεληγιάννης με το αίμα του.

Τον κάλεσε να τον προσκυνήσει, αυτός προφασίστηκε αρρώστια κι έστειλε μια νύχτα και του πήραν το κεφάλι στο κρεβάτι που κοιμόταν. Το αίμα που ανέβλησε σαν ποτάμι έμεινε απείραχτο από τα παιδιά του κι απάνω ορκιζόντανε οι φιλικοί.

Στα δεκατρία χρόνια, 23 Μάρτη 1821,ο γιος του Μοραγιάννη Κανέλλος, μέσα στην εκκλησιά του Αγιάννη κήρυξε την επανάσταση, ενώ βαρούσαν οι καμπάνες. Σκόρπισε τέτοια συγκίνηση, που, όπως λένε οι παλιότεροι, έκανε και τις εικόνες να δακρύσουν!...