Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου

Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου
Πετρογέφυρα: διαδρομές...της φύσης τα καμώματα...δημιουργήματα...μνήμες...αναφορές...βιώματα

Τιμή στους μάστορες, που άφησαν με τα εμπνευσμένα έργα των χεριών τους το ίχνος τους στην ιστορία της νεοελληνικής αισθητικής, σμιλεύοντας την πέτρα και δαμάζοντας το νερό της Πελοποννησιακής γης, με την απαράμιλλη τεχνική τους, τη φλόγα της ψυχής τους και το σεβασμό στη φύση.
Ας γνωρίσουμε αυτούς και τα έργα τους.

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

7. Η Λαγκαδινή Κομπανία - Περί Λαγκαδινών μαστόρων


  "Πότε θα γίνω μάστορης, να φάω πρασοκεφάλι"


   Οι λαγκαδινοί, ακολουθώντας την τακτική της βυζαντινής περιόδου και της τουρκοκρατίας, ήσαν οργανωμένοι σε μπουλούκια (τουρ. Boluk) ή σε κομπανίες (Ιταλ. Compagnia), πράγμα που τους διευκόλυνε στο να τελειώνουν σε σύντομο χρονικό διάστημα και με το καλλίτερο αποτέλεσμα το έργο που αναλάμβαναν.

   Τα μπουλούκια, στην ουσία ήταν ομάδες λαϊκών οικοδόμων που έχτιζαν κυρίως στον χώρο της Πελοποννήσου από τον καιρό της τουρκοκρατίας μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα. Είχαν εσωτερική δομή, οργάνωση και ιεραρχία που ρυθμιζόταν από τα έθιμα και τις προφορικές συμφωνίες, που η λειτουργία τους βασιζόταν σε διατάξεις και κανονισμούς.

   Στην κορυφή, αρχηγός, ήταν ο πρωτομάστορας, που φρόντιζε για όλα. Εύρισκε τη δουλειά, συγκροτούσε το μπουλούκι, φρόντιζε για τον καταμερισμό της εργασίας, συζητούσε για το κόστος κατασκευής, αναλάμβανε τις πληρωμές, τις κάθε είδους επαφές και γενικά φρόντιζε, συντόνιζε και διακινούσε την ομάδα.

   Ήταν ο πιο έμπειρος, με πολλά χρόνια στην πλάτη του, καλή φήμη, έξυπνος, δραστήριος και με φαντασία. Λόγω αυτών των προσόντων όλα τα μέλη του μπουλουκιού τον αποκαλούσαν “Μάνα”.

   Όλες οι ενέργειες του πρωτομάστορα γινόντουσαν μετά από κουβέντα με τους άλλους μαστόρους ή είχε την σιωπηρή έγκρισή τους. Καμιά απόφαση δεν έπαιρνε χωρίς να μιλήσει πρώτα με τους μαστόρους.

   Έπειτα ήσαν οι μαστόροι (οι τεχνίτες, δηλαδή οι χτίστες),που έπαιρναν ένα μερτικό κατόπιν οι βοηθοί μαστόρων, δηλαδή οι λασπιτζήδες ( ή Τριότες) επειδή έπαιρναν τα 3/4 του μερτικού, που έφτιαχναν τη λάσπη και την πήγαιναν στους χτίστες.
Λαγκαδινό μπουλούκι. Πηγή: "Άνθη της Πέτρας"

   Κατά τον Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλο ο τριότης έπαιρνε “κάτι παραπάνω από τα παιδιά” και ότι το “κάτι” αυτό οριζόταν κατά τη συγκρότηση του μπουλουκιού από 16-25%. (1) Το ποσοστό αυτό υπολογιζόταν επί του μισού μεριδίου που έπαιρνε το μαστορόπουλο.

   Επίσης η ονομασία “τριότης” δεν σχετίζεται με τον τρόπο αμοιβής του. Το πιθανότερο είναι ότι ονομάστηκε έτσι γιατί έπρεπε να δουλέψει τρία χρόνια ως μαστορόπουλο ή να παραμείνει τρία χρόνια βοηθός. (2).

Ο όρος τριότης (βοηθός μαστόρου) συναντιέται στους λαγκαδινούς. Οι Κλουκινοχωρίτες τον ονόμαζαν λασπολόγο.

   Τέλος ήσαν τα μαστορόπουλα, δηλαδή οι μαθητευόμενοι που κουβαλούσαν πέτρες, χώμα, νερό και άμμο, φρόντιζαν τα ζώα και σκοπό είχαν να μάθουν την τέχνη και που έπαιρναν μισό μερτικό. Τα μαστορόπουλα γενικά έκαναν κάθε εργασία, που δεν ήταν εξειδικευμένη όπως πλύσιμο ρούχων και εργαλείων, μαγείρεμα και άλλα θελήματα. Οι Κλουκινοχωρίτες τα ονόμαζαν “υπερέτες”. Πρώτα πήγαιναν στο χώρο δουλειάς μόλις λαλούσε ο κόκκορης και τελευταία έφευγαν. Πολλές φορές λόγω διαφόρων ζημιών στα εργαλεία ή τραυματισμούς ζώων ή ζημιές στις καλλιέργειες, τους κρατούσαν ένα ποσό από την αμοιβή τους ή τους απειλούσαν γι' αυτό με τις φράσεις “θα λογαριαστούμε στο σάϊσμα”, που ήταν υφαντό από μαλλί γίδας ή “θα πέσει Πρωτοπαπαδάκης”, από το όνομα του υπουργού, που το 1922 διχοτόμησε το νόμισμα. (3)

   "Τις νύχτες που έκανε κρύο, τα μαστορόπουλα, που φύλαγαν τα ζώα στο βουνό, έπαιρναν ένα σάϊσμα ραμμένο σε τρεις μεριές και χωνόντουσαν μέσα για να μην κρυώνουν. Το σάϊσμα αυτό το λέγανε φάκελο". (4)

  Τις δυσκολίες των συνθηκών εργασίας του μαστορόπουλου δίνει ο παλιός λαγκαδινός μάστορας Βαγγέλης Ανάστου Γιαννικόπουλος: “...ο χειμώνας ήταν δύσκολος. Πότε όξω με τα ζα, βρέχοντας και χιονίζοντας, με τους πάγους να σπάνε τα χέρια από τα κρύα, τις πέτρες και τις παγωμένες λάσπες, το βράδυ στο βουνό να μας θερίζουν οι αέρηδες, οι μπόρες και τα χαλάζια, και την αυγή πριν λαλήσει ο κόκκορας να γυρίζουμε με τα ξεροβόρια στη δουλειά. Ήτανε σκληρός και πικρός ο χειμώνας.” (5)

  Το ποίημα του Γιώργου Κοτζιούλα, «το μαστορόπουλο», περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τη βίαιη αποκοπή του παιδιού από τη φροντίδα και τη θαλπωρή του σπιτιού.
Τον πήραν τον Κολιό
τον πήραν οι μαστόροι
παιδί από το σκολειό
να μάθει πηλοφόρι.


Καρδιά πονετική
τον ξέβγαλε με κλάμα:
«Τετράδη Κυριακή,
θα καρτερώ για γράμμα».


Δε σώνει άλλο να ιδεί,
παιδεύεται το μάτι:
κρατούσε ένα ραβδί,
το στρώμα του στην πλάτη.


Μας έφυγε ο Κολιός
κι είχε μια τέτοια λύπη!
θα ’ναι όλοι δω τ’ Άη-Λιος
και μόνο αυτός θα λείπει. (5a)

   Αλλά και γενικά η ζωή του μπουλουκιού δεν ήταν και από τις καλλίτερες. “...τότες, στις αρχές του χειμώνα με τις ψιλοβροχές και τα χιονοχάλαζα είναι να μας κλαίς. Βρεγμένοι ίσαμε το κόκαλο πέφτουμε να ξενυχτίσουμε στ' αλλουνού το χαγιάτι και σφίγγουμε τις μασέλες μας να μην τριζοβολάνε και πελεκήσουμε τις γλώσσες μας. Στη στράτα κάμποσες βολές βάνουμε σε τόπους ούλη τη δύναμή μας για να ξεκολλήσουμε τα πόδια 'πο τη λάσπη. Τ' αδύνατα ζα να κολλάνε, να πέφτουνε, τα παιδιά να τα σηκώνουνε, εκείνα να ματαπέφτουν και δόστου χαβά...” (6)
Γεφύρι Κλομποκής στη Δίβρη. Έργο Λαγκαδινών
(Φωτο: ΑΓΠ) 






  Εκτός των άλλων τα μπουλούκια είχαν να αντιμετωπίσουν και τους ληστές και για τούτο εφεύρησκαν διάφορα σημεία για να κρύψουν τα λεφτά τους, όπως σαμάρια ζώων και όταν αυτά τα σημεία τα ανακάλυψαν οι ληστές, βρήκαν τα αυτιά των γαϊδουριών, “τα σίγουρα χρηματοκιβώτια”, όπως τα έλεγαν.

  Αν τα ζώα έμεναν αφύλακτα, κατέστρεφαν τις αγροτοκαλλιέργειες και οι χτίστες υποχρεώνονταν σε αποζημείωση των ιδιοχτητών. Στην περίπτωση αυτή τη...νύφη την πλήρωναν τα μαστορόπουλα, που ήταν επιφορτισμένα να προσέχουν τα ζώα. Στην περίπτωση αυτή τους κρατούσαν από το μερτικό ή το ημερομίσθιο και το ίδιο γινόταν αν τραυματιζόταν κάποιο ζώο. Οι θιγμένοι ιδιοχτήτες πολλές φορές αχρήστευαν τα ζώα, σπάζοντάς τους τα πόδια (7). Και οι ίδιοι οι μαστόροι όμως κακομεταχειριζόντουσαν τα ζώα τους . “Όποιος δίνει γυναίκα σε Λαστιώτη και γαϊδούρι σε Λαγκαδινό κολάζεται” έλεγαν στη Λάστα Γορτυνίας. (8)

  Τα μαστορόπουλα ήταν συνήθως παιδιά, ανίψια, συγγενείς των μαστόρων αλλά και άλλοι που λεγόντουσαν “ψυχογιοί” ή “παραγιοί”. Οι ψυχογιοί δεν έπαιρναν μερτικό, αλλά το ποσό που είχαν συμφωνήσει με τον μάστορά τους.(9) Το “ρόγιασμα” (μίσθωση, από το λατινικό rogare) ήταν η διαδικασία πρόσληψης και η “ρόγα” η αμοιβή.

   Τα μαστορόπουλα που δεν ήταν ψυχογιοί ονομάζονταν παρτιλήδες (αυτά που δούλευαν για πάρτη τους). Αυτά δεν ήταν ρογιασμένα αλλά ισότιμα μέλη του μπουλουκιού. (10)

  Αυτός που έβγαζε την πέτρα (το αγκωνάρι) από το νταμάρι λεγόταν “νταμαρτζής” ή “λιθαράς”, που έπαιρνε επίσης ένα μερτικό ενώ εκείνος που τη δούλευε, την πελεκούσε και τη λάξευε “πελεκάνος”, ο οποίος έπρεπε να έχει μεγάλη εμπειρία, επιδεξιότητα και ευαισθησία. Πολλές φορές την τέχνη του πελεκάνου ασκούσε ο πρωτομάστορας. Τέτοια σημασία είχε η καλή εξόρυξη και η ποιότητα αλλά κυρίως το πελέκημα της πέτρας.

  Τώρα γίνονται όλα εύκολα. Τότε δούλευαν με το σφυρί και το καλέμι προκειμένου να φέρουν στα μέτρα τους την πέτρα, που έβγαζαν με το φουρνέλο οι νταμαρτζήδες – φουρνελάδες.

  Σιγά – σιγά οι πελεκάνοι έφθασαν σε τέτοιο σημείο τελειότητας, ώστε τα έργα τους να προκαλούν το θαυμασμό σήμερα. Οι λαγκαδινοί πελεκάνοι ήταν από τους καλλίτερους στο είδος τους στον Ελλαδικό χώρο.

Μια άλλη κατηγορία μελών του μπουλουκιού ήταν οι κοντοπάτοι,που προσλαμβάνονταν για συγκεκριμένο έργο ή χρόνο και δεν συμμετείχαν στη διανομή των κερδών.(11)

  Ο αριθμός του μπουλουκιού εξαρτιόταν από το μέγεθος του έργου που θα κατασκεύαζε. Τις πιο πολλές φορές αποτελούνταν από 10-12 μαστόρους, 8-10 μαστορόπουλα και 10-15 ζώα, που δούλευαν “συντεριά”, το ένα δηλαδή πίσω από το άλλο στη σειρά. Σπάνια το μπουλούκι ξεπερνούσε τους 25 νοματαίους.

  “...Το μπουλούκι θάναι απόμικρο ή μεγάλο ανάλογα με τη δουλειά που θα φτιάσει. Θάχει, εξόν από τον πρωτομάστορα, που τις πλειότερες βολές είναι και πελεκάνος, τους χτίστες του, δύο, τέσσερους, έξι, οκτώ...το λιθαρά του, τους τριότες του για το φτιάξιμο της λάσπης και το κουβάλημά της στο γιαπί, οχτώ, δέκα ζα γαϊδουρομούλαρα για το κουβάλημα των υλικών και για το κουβάλημα των μπαγαδιών μας και των εργαλείων. Κοιμόσκουτα, απαλλαξίδια, βαριολόσταρα, σφυρόμυστρα, γαϊδουροσάνιδα φτιάνανε ούλο κι ούλο το βιός μας.(12)

  Σε περίπτωση που το έργο χτιζόταν όλο ή το περισσότερο με λαξευτή πέτρα, οι πελεκάνοι ήταν περισσότεροι.

   Η εσωτερική οργάνωση και η ιεραρχία είναι σαφέστατη στο λαγκαδινό μπουλούκι.

   Η ιεραρχία ακολουθούνταν ακόμη και στη διαδικασία του συσσιτίου. Ο πρωτομάστορας και οι μαστόροι έπαιρναν τις καλλίτερες μερίδες φαγητού. Ένα από τα αγαπημένα τους φαγητά ήταν τα πράσα. Οι ανώτεροι στην ιεραρχία έτρωγαν τα κεφάλια και οι κατώτεροι τα φύλλα.

  Έτσι έχει μείνει η παροιμιώδης φράση του μαστορόπουλου που με πίκρα λέει: “πότε θα γίνω μάστορης, να φάω πρασοκεφάλι.” 

"Λαγκαδινοί μάστορες". Γλυπτό Δημ. Κούρου, στη είσοδο των Λαγκαδίων.
 

   Δύο άτυπες τελετές ελάμβαναν μέρος κατά τη διάρκεια της μαθητείας στα μπουλούκια.

  Η ορκωμοσία του βοηθού και το μανικάρωμα του μαστορόπουλου. Κατά την πρώτη ο υποψήφιος βοηθός ανέβαινε πάνω σε μια πέτρα ή κάποιο πεζούλι και έδινε τον παρακάτω όρκο:

Σας τάζω πως θ' ασκώ τις προσταγές των μαστόρων και του λιθαρά. Τα ζα θα τα 'χω σαν τα μάτια μου, θα πασκίζω να φορτώνονται ούλα ίσια με τη δύναμή τους. Δε θα μαρτυρήσω μηδέ μια λέξη από τη γλώσσα μας κι όντας τρανήσω και γενώ μάστορης, στ' αχνάρι του πρωτομάστορα θα πατήσω.

  Κατά τη δεύτερη, το μανικάρωμα, το μαστορόπουλο κατά την πρώτη μέρα που έπιανε δουλειά, του φορούσαν την ποδιά και του 'λεγαν: Μανικαρώνεται ο δούλος του θεού...και μετά του εύχονταν καλορίζικος και πρωτομάστορας.

  Ανάμεσα στα μέλη του μπουλουκιού επικρατούσαν συνθήκες συνεργασίας και συντροφικότητας.

   Αν όμως κάποιος μάστορας δεν έκανε καλά τη δουλειά του, ο πρωτομάστορας μπορούσε να τον διώξει ή (πράγμα σπάνιο) να του μειώσει το μισθό. Άλλες φορές αν κατά τη διάρκεια του έργου ο χτίστης δεν έκανε όπως έπρεπε τη δουλειά του, ο πρωτομάστορας είχε το δικαίωμα να λύσει την συμφωνία τους με τη φράση “μάστορας με το γαϊδούρι σου”, παρέμενε δηλαδή μέλος του μπουλουκιού με ένα όμως μερτικό γι' αυτόν και το γαϊδούρι του και όχι ενάμιση όπως ήταν το κανονικό. (13)

Ανάλογα με τη συμφωνία ή τις ισχύουσες οικονομικές συνθήκες οι μαστόροι πληρωνόντουσαν σε χρήμα ή σε είδος. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι έπαιρναν αραποσίτι, μπαντανίες, σαίσματα, καρπούς και άλλα πράγματα.

   Οι μαστόροι ήταν συνεπείς στις συμφωνίες τους και σταθεροί στο λόγο τους και αυτό φαίνεται στις φράσεις “αυτός σηκώνει αγκωνάρι” ή “η περασιά μου πλάνη”, αντίστοιχο του σημερινού “ο λόγος του συμβόλαιο” (14)

Χαρακτηριστικό της σημασίας που έδιναν οι λαγκαδινοί στην τεχνη του χτίστη και πόσο ήταν μπολιασμένοι μ' αυτή, είναι και το παρακάτω ανέκδοτο που σώζει ο Φωτάκος:

Κάποτε στα χρόνια της σκλαβιάς, μια λαγκαδινιά γέννησε σερνικό παιδί και, κατά τη συνήθεια που επικρατούσε, δύο γειτόνισσες πήγαν να της ευχηθούν να ζήσει το παιδί της.

~ Να σου ζήσει και να γίνει ένας καλός χτίστης, ευχήθηκε η πρώτη.

~ Να σου ζήσει και να το δεις έναν καλό μυλωνά, πρόσθεσε η δεύτερη.

Και η λεχώνα:

~ Ας ζήσει το παιδί μου κι ας γίνει και παπάς.” (15)

  Οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών ονόμαζαν τους λαγκαδινούς “λασποκοίληδες”, “λασπίτες”, “σφυριά”, “καλιγοσφύρια”. Οι τρεις πρώτοι χαρακτηρισμοί είναι παρμένοι από το επάγγελμα των λαγκαδινών, ο τέταρτος υποδηλώνει την πονηριά και την εξυπνάδα τους. (16)

   Οι σχέσεις με το γυναικείο φύλλο ήταν σπάνιες στην ύπαιθρο τα χρόνια εκείνα με τις υπάρχουσες δομές της Ελληνικής κοινωνίας. Για το λόγο τούτο η αντιμετώπιση των μαστόρων από τις γυναίκες ήταν περιφρονητική, όπως δείχνει και το παρακάτω δίπτυχο:

Της λυγερής γειτόνισσας εγύρεψα τα χείλη

κι εκείνη μου είπε μια βρισιά: χάσου ρε λασποκοίλη” (17)

   Η δράση των λαγκαδινών μπουλουκιών επεκτεινόταν σ' όλο το χώρο της Πελοποννήσου, κυρίως κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, εκτοπίζοντας τους Αγιοβαρβαρίτες χτιστάδες, πλην ίσως της Μάνης, που είχε τους δικούς της σμιλευτές της πέτρας.
Αγιος Δημήτριος. Βιδιάκι Γορτυνίας. Έργο Αδελφών Πουρνάρα. (Φωτο: ΑΓΠ)

  Κατά τον 19ο και αρχές 20ου αιώνα οι λαγκαδινοί κυριαρχούν σ' ολόκληρο το Μοριά. Το 1890 οι λαϊκοί αυτοί δημιουργοί “ ου μόνον σχεδόν απάσας τας εν Πελοποννήσω οικίας των χωρίων προ πάντων έχτισαν και κτίζουσι, αλλά και πολλών μεγάλων δημοσίων έργων, ιδίως γεφυριών, την εκτέλεσιν ανέλαβαν και επιτυχέστατα επεράτωσαν.” (18)

  Η προσφορά των λαγκαδινών δεν σταματά στη δημιουργία σπουδαίων χτισμάτων, αλλά επεκτείνεται και στους μεγάλους αγώνες του Ελληνισμού. Έτσι, εκτός της φυσικής συμμετοχής τους στον αγώνα του '21, έχτισαν πολλά και σημαντικά έργα, χρήσιμα για την απελευθέρωση του έθνους.

    Είναι σίγουρο πως και οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν τους λαγκαδινούς, αναθέτοντάς τους “ την κατασκευήν γεφυρών και οχύρωσιν φρουρίων και άλλα τεχνικά έργα, ως δείκνυται εκ περισωθέντων τούρκικων εγγράφων της εν Τριπόλει ανωτάτης της Πελοποννήσου αρχής.” (19) Και αυτό προκύπτει και από τον “ Απολογισμό του καζά της Καρύταινας” (1819 – 1820), που δημοσιεύτηκε το 1907, όπου λέγεται ότι η Τουρκική διοίκηση οφείλει “των μαστόρων Λαγκαδινών δια το χορήγι των κάστρων 3750. Των μαστόρων Λαγκαδινών όπου εδούλευσαν εις του Μουσταφάμπεη αφέντη, ζημία 5.000”.(20)
Θα ήθελα στο σημείο αυτό τα παραθέσω και μια μαρτυρία από ένα προσφιλή μου πρόσωπο, τη μάνα μου, (σε όλους προκαλεί ρίγη συγκίνησης αυτή η μαγική λέξη)  που καταγόμενη από ένα ορεινό χωριό, το Λεχούρι Καλαβρύτων, μου έλεγε, θυμάμαι: "Θυμάμαι, παιδάκι μου, τους λαγκαδινούς μαστόρους με τα γαϊδουράκια τους, που μας χτίσανε τα δυο καλύβια στην Διλιβίνα (τοποθεσία έξω από το χωριό μα παγωμένα γάργαρα νερά) και το πατρικό στο χωριό". (21) 
Ακόμα μια μαρτυρία οφείλω να παραθέσω, που προέρχεται από τον γιο του παλιού πρωτιμάστορα Ρήγα Χουντή, Γιάννη που μου είπε: " Μαστορόπουλο 15 χρονών ο πατέρας μου, δούλευε με μπουλούκι στα Τσιπιανά (σήμερα Νεστάνη).Το βράδυ τον παίρνει ο ύπνος και του φεύγει το γαϊδούρι το γκέσο του μαστροπαναγή του Χουντή.....Να το βρεις του λέει το πρωί, διαφορετικά θα το πληρώσεις.... Μιάμιση μέρα έψαχνε ο πατέρας μου μαζί με τον Βασίλη τον Χουντή γιο του μάστορα Κωνσταντίνου Χουντή (Σβώλου),που ήταν και αυτός μαστορόπουλο στο μπουλούκι...Πως να το βρούμε λέει.....το γαϊδούρι έφυγε προς το βουνό που είναι πάνω από την σημερινή σήραγγα του Αρτεμισίου...Το γαϊδούρι ήταν ένα με τα βράχια.....το ίδιο χρώμα....." (22)
  Πολλές άλλες ιστορίες και μαρτυρίες καλύπτουν την όλη ζωή των λαγκαδινών μπουλουκιών, των λαγκαδινών μαστόρων. Αναφέρουμε μερικές:
Μία απ΄αυτές εξιστορεί για το πως βγήκε η φράση...για σένα ήλθε το γράμμα;
"Ένα μπουλούκι λαγκαδινών δούλευε κάπου στη Μεσσηνία. Λείπανε για πολλούς μήνες και στέλνει γράμμα στον μάστορα η γυναίκα του από τα λαγκάδια να έλθει γιατί της είχε...λείψει. Παίρνει ο μάστορας το γαϊδούρι του και ξεκινάει για τα λαγκάδια. Στο δρόμο είχε μια μπουκιά ψωμί να φάει σε μια βρύση. Εκεί στη βρύση ήλθε και ένας άλλος διαβάτης με έναν θηλυκό γάϊδαρο, ο μάστορας είχε αρσενικό. Συνευρίσκεται ο γάϊδαρος με τη γαϊδούρα και του λέει ο μάστορας του γαϊδάρου του: Κάτσε ρε μάστορα, για σένα ήλθε το γράμμα;" (23).
Ακόμη,  "Αν σε ένα μάστορα, στράβωνε ο τοίχος από το ράμμα, του έλεγε ο πρωτομάστορας, "ντουφέκα τα περιστέρια", που σημαίνει να ευθυγραμμιστεί. Ποιο ράμμα δηλαδή, τριχιές έβαζαν". (24)
Επιπλέον, "Δουλεύει ένα μπουλούκι στα Καλαβρυτοχώρια, έχει τελειώσει το σπίτι, και στο τελείωμα στην αστράχα που λέμε, κάποια κακοτεχνία είχε γίνει με τόσο τοίχο 60άρι που φτιάχνανε, τόσα σόμπολα, γεμίσματα που βάνανε. Την ώρα του σούρουπου ο ιδιοκτήτης με τον πρωτομάστορα κάνανε μια περιμετρική εξέταση στον κτίσμα, πριν πέσει η σκεπή. Υπήρχε ένα σημείο, όπως το βλέπανε από χαμηλά, που φέγγιζε και του λέει ο ιδιοκτήτης του μάστορα: μάστορα τι είναι αυτό εκεί πάνω, γιατί έμεινε αυτό το κενό; Και τότε ο μάστορας βρισκόμενος σε αμηχανία του λέει: Αφεντικό, έτσι δουλεύουμε εμείς. Φτιάχνουμε δουλειά που φωτάει. Και αυτό συνέβαινε μια στα τόσα, ίσως και ποτέ". (25)
Ένα άλλο δείγμα της σκληρής ζωής των μαστόρων είναι και το παρακάτω περιστατικό. "Μια φορά, δεν θυμάμαι που, όταν κλείσανε την συμφωνία για το χτίσιμο του σπιτιού, τους λέει ο νοικοκύρης: Έχω ένα βαρέλι με τυρί και ψωμί που μπορώ να σας παρέχω. Ανοίγουνε το βαρέλι και ήταν γεμάτο στο πάνω μέρος σκουλήκια το τυρί. Αυτό έχω μόνο να σας δώσω. Ψωμί και τυρί. Να φανταστείς τι ζωή περνάγανε οι ανθρώποι". (26)
  Πολλά αστεία και καλαμπούρια είχαν σαν αντικείμενο τους λαγκαδινούς κατά το κατασκευαστικό διάβα τους ανά την Πελοπόννησο. Ένα απ' αυτά θα αναφέρουμε εδώ: "Από υποζύγια κάθε σπίτι είχε το γαϊδούρι του, το ¨ζο της φτψχολογιάς¨. Μερικά περισσότερα από ένα. Οι πιο βαστημένοι και δυο-τρεις μερακλήδες (Γιώργας, Κοζάτος) είχαν άλογα. Κι αρκετοί μουλάρια, ό,τι ακριβώς χρειαζόταν ο τόπος. Πολλοί τα μουλάρια τ' αγόραζαν από τους τσαμπάσηδες. Άλλοι τα βγάζανε μόνοι τους φέρνοντας σ' επαφή τις γαϊδούρες τους-γαϊδουρομάνες όπως τους λέγανε- με άλογα επιβήτορες. Στα 1953-54 μ' αυτόν τον τρόπο είχαν βγάλει γαϊδουρομούλαρα ο Τσιότσολας, ο Ντουσιοχρήστος, ο Τσιπιμόπανος, ο Μητσιελόπανος κι άλλοι. Κοντά σ' αυτούς ζήλεψε ν' αποχτήσει κι ο Τζίνος. Πήγε λοιπόν τη γαϊδούρα του στο άλογο-επιβήτορα του Πανιούρη και την ¨έβαλε¨. Για να βγει όμως σίγουρα το μουλάρι, η γαϊδούρα ήθελε περιποίηση πολλή. Και κυρίως φύλαγμα να μην πλησιάζει γάιδαρο στην κρίσιμη περίοδο. 
Για κακή τύχη του Τζίνου εκείνες τις μέρες ο Σειρήνης έφερε Λαγκαδινούς μαστόρους να χτίσει το σπίτι του, που είναι απέναντι στο σπίτι του Τζίνου. Οι μαστόροι είχανε φέρει μαζί τους καμιά δεκαριά γαϊδάρους, όλουε γερούς και νταβραντισμένους, για να κουβαλάνε τα υλικά, πέτρες, άμμο, νερό, ασβέστη. Οι χωριανοί, άλλοι αστεία και άλλοι σοβαρά, πειράζανε τον Τζίνο και του συσταίνανε  να προσέχει πολύ τη γαϊδούρα, μπας και βγάλει κανένα λαγκαδινό, αντί για μουλάρι. Ο Τζίνος κουρντιζόταν και παρεξηγιόταν. Αυτοί επιμένανε. Μονάχα που δε δέχονταν να βάλουν στοίχημα, όταν τους προκαλούσε. Πιο κατηγορηματικός στις προβλέψεις του για το σίγουρο ¨μάστορα¨ ήταν ο Αντρέας Πίκουλας που ΄λεγε:
~Ο Τζίνος φυλάει τη γαϊδούρα(ς) από τους Λαγκαδινούς γαϊδάρους (Το επώνυμο του Πίκουλα είναι Νταρζάνος. Όλοι σχεδόν οι παλιοί Νταρζαναίοι είχαν το ιδίωμα στην ομιλία τους να προσθέτουν στο τέλος των λέξεων το φθόγγο ς). Κι εγώ(ς) φυλάω τη Βασίλω(ς)-γυναίκα του-από δαύτους, γιατί σκιάζεται(ς). Ένα βράδυ(ς) ήβρε έναν μέσα στο κατώι(ς) κι εδιάη η ψυχή της στη χούρχουρη(ς). Είχς βγάλει ο κερατάς μοναχός του το μάνταλο(ς), άνοιξε την πόρτα(ς), έκανε τη ζημιά(ς) (έφαγε δηλαδή άχερα από τον πλέχτη) κι ούτε ήταν ούτ' εφάνη(ς). Για έχε το νου σου, Τζίνο(ς), γιατί δε σε βλέπω καλά(ς). Δε θα την βγάλεις καθαρή(ς) από τους Λαγκαδινούς...Άκου με που σου λέω(ς)...
Ο Τζίνος από τη μεριά του μεταβίβαζε τις συστάσεις στη γυναίκα του και μαζί την απειλή:
~Τήρα καλά. καημένη, μην πάθουμε κανά ρεζιλίκι, γιατί θα σε στείλω πίσω στο Λιγουρα, τον πατέρα σου.
Αλλά δε βαριέσαι. Άμα είναι να γίνει το κακό, θα γίνει. Παρόλες τις προφυλάξεις της Τζινούς και τις φοβέρες του Τζίνου, κάποιος ¨μάστορας¨-γάιδαρος είδε από κοντά τη γαϊδούρα. Την ορέχτηκε, τον ορέχτηκε κι εκείνη. Και τα δυο ζωντανά βρήκανε τρόπο και κάνανε το κέφι τους χωρίς να τα πάρει κανένας, μα κανένας είδηση.
Σε δυο-τρεις μήνες η γαϊδούρα έδειξε πως γκαστρώθηκε. Εκεί να δεις χαρές του Τζίνου και της Τζινούς! Ανυποψίαστοι για το τρομερό συμβάν ήτανε σίγουροι πια για το γαϊδουρομούλαρο που θ' αποχτούσαν! Τι φυλαχτά και χάντρες γαλάζιες, για να μην την πιάνει το μάτι, της βάλανε! Τι περιποίηση της κάνανε! Και με πόσο καμάρι την περνούσε από την αγορά ο Τζίνος! Στα όπα-όπα την είχε.
Όσο καμάρωνε ο Τζίνος, τόσο τον κουρντίζανε οι άλλοι, Λάμπης Καπέτας, Ντουσιοχρήστος, Μπένος, Ραμόγιαννης.
~Τζιιί,τζιιί! του φώναζαν. Περιποιήσου καλά τη γαϊδούρα να σου βγάλει γερό μάστορα...
~Άι, ρε παλιοκερατάδες, έλεγε από μέσα του ο Τζίνος. Ας έρθει εκείνη η ώρα και θα σας δείξω εγώ!
Αυτό το βιολί γινόταν κάθε μέρα. Μοναδικό θέμα και ψυχαγωγία της αγοράς ήταν η εγκυμοσύνη της γαϊδούρας του Τζίνου. Κι η πιθανότητα, αντί για μουλάρι, να γεννήσει γαϊδούρι.
Όταν πλησίαζε ο καιρός της γέννας, για να μην πηγαινοφέρνουν πρωί-βράδυ τη γαϊδούρα από το βοσκή στο χωριό και αντίθετα, την αφήνανε στου Λώλη. Εκεί είχε καλό χορτάρι να βόσκει την ημέρα και μέρος να παραμένει τη νύχτα. Και την παρακολουθούσαν από κοντά
Τέλος, έφτασε η πολυπόθητη μέρα. Τζίνος, Λιγούρας (πεθερός) και Λεγάκης (μπάρμπας από τη γυναίκα)-ειδικοί οι δυο τελευταίοι στα ξεγεννήματα των ζωντανών- πήρανε τα ματαράτσια τους και πήγανε στου Λώλη. Με προοπτική τη νύχτα να μείνουν εκεί, αν ως τότε δεν είχε γεννήσει η γαϊδούρα. Το βράδυ πήγε και η Τζινού με λάμπες και φανάρια.
Ο Τζίνος έτριβε τα χέρια από ευχάριστη προσμονή. Και το μάτι το είχε γαρίδα στο καίριο σημείο της γαϊδούρας. Κάποια στιγμή ζυγώνει πολύ κοντά κι ο Λεγάκης. Δεν πρόφτασε όμως να παρατηρήσει και του φωνάζει ο Τζίνος:
~Μέριασε από κει, μπάρμπα, μη σε δει το πουλάρι, καθώς θα βγαίνει, και μαυρίσει κι εκείνο σαν και σένα (ο Λεγάκης είναι πολύ μελαψός στο χρώμα, σωστός γύφτος).
Αθάνατο γλανιτσιώτικο χιούμορ! Γι' αυτό δε θα σβήσεις ποτέ!
Δεν περιμένανε πολύ ακόμα κι ήρθε η στιγμή της γέννας. Εκεί τώρα που τήραγε, κρατώντας την αναπνοή του, ο Τζίνος διακρίνει να ξεπροβάλλουν κάτι αυτάρες, νααά...
Δε χρειάστηκε άλλο να καταλάβει. Πφ! στο διάβολο! ξεστομίζει κι αρχινάει κάτι βλαστήμιες, τη μια πάνω στην άλλη, που δεν είχανε τελειωμό. Δεν άφησε άγιο μ' άγιο που να μην τον κατεβάσει.
~Σώπα, παιδάκι μου! Σώπα, παιδάκι μου! Μην κάνεις έτσι! Γεννιόνται και μουλάρια με τρανά αυτιά, γεννιόνται και μουλάρια με τρανά αυτιά, του 'λεγε ο πεθερός του. Για να τον καλμάρει βέβαια κι όχι γιατί είχε αμφιβολία κι εκείνος για το είδος του νεογέννητου.
Στο μεταξύ το γαϊδουροπούλι, ένας λάγιος πρώτης, είχε βγει ολόκληρο από το σώμα της μάνα του. Στη φούρκα του απάνω το βουτάει ο Τζίνος και το σβουρντουράει (σβουρντουράω=πετάω με δύναμη) κάτω από το βράχο. Από δεκεί πήρε τα βρεμένα του, πάει από άκρη-άκρη στο χωριό και χώνεται στο σπίτι του. Ίσως να μη τον έννιαζε τόσο η ατυχία του, όσο η προσβολή που 'παθε κι η ντροπή απέναντι στο χωριό. Έκανε μέρες πολλές να βγει έξω. Και χρειάστηκε να πάνε στο σπίτι ο Μπένος κι ο Ραμόγιαννης και να τον βγάλουν με το ζόρι στα μαγαζιά.
Τώρα θα ρωτήσεις: Οι άλλοι πάψανε να τον κοροϊδεύουν? Που τέτοιο πράγμα! Μόλις ξανάφαινε κάτω από το σχολειό αντηχούσε η χορωδία:
~Τζιιί...! Τζιιί...!
Ας τολμούσε τότε ν' αντιμιλήσει. Θ' άκουγε περισσότερα". (27)
 



 Σημειώσεις:


  1. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος. Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου. Σελ. 84 Αθήνα 1987
  2. Ομοίως. Σελ. 86
  3. Ομοίως. Σελ. 87
  4. Εφημερίδα “Νέα Γορτυνία” φ. 20/08/1974
  5. Βαγγέλης Αν. Γιαννικόπουλος. Εφημ. “Νέα Γορτυνία”, φ. 6/3/1973
    . Πηγή: Άνθη της Πέτρας.
  6. Θ. Κ .Τρουπής. “Άνθρωποι της σκαλωσιάς” Σελ. 18 Αθήνα 1983
  7. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος. “Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου”. Εκδοτ. οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ, σελ. 124. Αθήνα 1983
  8. Ν. Λάσκαρης. “Μνημεία Λάστας”, σελ. 62
  9. Χρ. Γ. Κωσταντινόπουλος. Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου. Εκδοτ. οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ σελ. 51 Αθήνα 1983
  10. Ομοίως σελ. 51
  11. Ομοίως σελ. 51,52
  12. Θ. Κ Τρουπής. Άνθρωποι της σκαλωσιάς. Αθήνα 1983
  13. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος. Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου. Εκδοτ. οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ σελ.49. Αθήνα 1983
  14. Ομοίως σελ. 53, 122
  15. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος. Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου. Αθήνα 1987.
  16. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος. “Το πείραγμα και η σάτιρα των Λαγκαδινών”. Εφημ. Αρκαδικά, φ. 106. Αθήνα 20/10/1964
  17. Θ Τρουπής. “Άνθρωποι της σκαλωσιάς”, σελ. 14. Αθήνα 1983
  18. Χρ. Π. Κορύλλος. Πεζοπορία από Πατρών εις Τρίπολην. Πάτρα 1890. σελ. 47
  19. Ν. Α. Βέης. Αρκαδικά χωρικά περιπαίγματα. Αρμονία 1902. σελ. 140.
  20. Τάκης Κανδηλώρος. Αρκαδική επετηρίς. 2 (1907) σελ. 319
    21. Παναγιώτα Ν. Χαμάκου. Μαρτυρία στον γράφοντα. 
    22. Μαρτυρία του Γιάννη Χουντή, γιου του πρωτομάστορα Ρήγα Χουντή, στον γράφοντα. 
    23. Ομοίως. 
    24. Ομοίως.
    25. Ομοίως.
    26. Ομοίως. 
    27.  Θεόδωρος Α. Γιαννόπουλος. "Οι αναμνήσεις από τη ζωή του χωριού μου", ιστορίες-καλαμπούρια-τύποι. Εκδόσεις Ν. Δ. Νίκας Α.Ε. Αθήνα 1987. Σελ. 31-33.