“…Θα σου χαρίσω όλον αυτόν τον τόπο να γίνει
δικό σου τσιφλίκι. Δεν θέλω τίποτα, του είπε ο γέρο – Καραβασίλης.
Μια κι επιμένεις όμως να μου κάνεις μια χάρη, ένα πράμα θα σου ζητήσω. Να
γκρεμίσεις το γεφύρι του Ροφιά…”
Στο Λάδωνα,
στην περιοχή της Αρκαδίας, στη γη του Πάνα, βόρεια από το γεφύρι της Κυράς, στον
κερπινιώτικο κάμπο και στη θέση “Παναγιά” υπάρχουν οι βάσεις από τρία τόξα.
Πρόκειται για τα ερείπια από ένα τρίτοξο γεφύρι, το λεγόμενο “Κομμένο γεφύρι”,
πού γκρεμίστηκε επί τουρκοκρατίας.
Βρισκόταν ανάμεσα στους συνοικισμούς
Γλανιτσά – Παλαιόπυργος – Κοκκαλιάρα.
Λαγκαδινοί
μαστόροι με διαταγή των Τούρκων το χτίσανε στις αρχές της τουρκοκρατίας για να κινούνται
εύκολα τα στρατεύματά τους.
Ακριβώς πότε χτίστηκε δεν γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε όμως ότι χτίστηκε για να ενώσει τη
Γορτυνία με τα Καλαβρυτοχώρια.
Ο Π. Σαραντάκης (1) αναφέρει για το Κομμένο γεφύρι:
“ Βόρεια
του γεφυριού της Κυράς, στον κάμπο της Κερπινής, θα συναντήσουμε τις βάσεις
τριών τόξων ενός γεφυριού που η λαϊκή ανάμνηση διασώζει ως Κομμένο γεφύρι. Αυτό
κτίστηκε σε χρόνια άγνωστα, για να γεφυρώσει το Λάδωνα στο πέρασμα της
Γορτυνίας προς την επαρχία Καλαβρύτων. Η ιστορία δεν πέρασε από πάνω του,
μονάχα ένας θρύλος μιλάει γι' αυτό, ξεχωριστός. Στα χρόνια της σκλαβιάς ο
Κερπινιώτης βοσκός Καραβασίλης ανέθρεψε σαν να 'ταν δικό του παιδί ένα ορφανό
τουρκόπουλο. Όταν αυτό μεγάλωσε, του μίλησε και το άφησε να φύγει για την Πόλη.
Μια μέρα, όμως, αυτό γύρισε σαν αγάς στη γειτονική Στρέζοβα. Έστειλε απόσπασμα
και κάλεσε τον Γραικό πατέρα του για να 'ρθει κοντά του. Ο Κερπινιώτης πλύθηκε,
στολίστηκε, φίλησε τους δικούς του και ξεκίνησε πιστεύοντας ότι ήθελαν να τον
σκοτώσουν. Όταν παρουσιάστηκε στον πύργο του αγά, αυτός έσκυψε δακρυσμένος και
φίλησε τα γέρικα χέρια που τον ανέθρεψαν. Ταραγμένος για το αναπάντεχο γεγονός
ο γέροντας άκουσε να του λέει ότι ήταν το τουρκόπουλο που μεγάλωσε σαν παιδί
του και τον παρακάλεσε να του προσφέρει ό,τι ζητήσει. Ο Καραβασίλης σκέφτηκε και
του ζήτησε ένα πράγμα. Να κόψει το γεφύρι για να μην έρχονται από την απέναντι
μεριά και κλέβουν τα αραποσίτια που είχε στον κάμπο. Αμέσως δόθηκε η διαταγή
και κόπηκε το γεφύρι. Για να μαλακώσει το κορασάνι, που είχαν δεθεί οι πέτρες
του έφεραν και έριξαν σαράντα φορτώματα ξύδι”.
Η θέση του γεφυριού στον Λάδωνα. |
Από τότε ονομάστηκε “Κομμένο γεφύρι”. Παραλλαγή αυτής
της παράδοσης αναφέρει ότι το γεφύρι “κόπηκε” από τον Τούρκο αγά για να
εμποδίζονται οι κάτοικοι της Ποδογοράς να κλέβουν το αραποσίτι του Καραβασίλη.
Πρόκειται για μια παράδοση, που έπλασε ο λαός της περιοχής στο πέρασμα των
χρόνων, προβληματισμένος από τα γεγονότα της καθημερινής ζωή και της ιστορίας
του, πέρασε από τη μια γενιά στην άλλη, συνδέθηκε με τη ζωή του, δημιούργησε
διάφορα συναισθήματα και αγαπήθηκε πολύ. Το πιο πιθανό είναι όμως να
παρασύρθηκε το γεφύρι από κάποιο δυνατό κατέβασμα του Λάδωνα.
Μια λεπτομερή
διήγηση για την ιστορία του γεφυριού μας δίνει ο Γ. Θ. Καραθεοδωρής,
αναφέροντας: (2)
“ Το
γεφύρι αυτό, βρισκόταν εκεί που καταλήγουν τα Δασκαλέϊκα ποτιστικά χωράφια και
λέγονται μερίδες και διασώθηκαν ως τα χρόνια μας τα δυο πόδια του, που σήμερα
πλέον είναι θαμμένα κάτω από τα νερά της τεχνικής λίμνης του Λάδωνα. Ήταν
χτισμένο με πέτρες και με την περιβόητη λάσπη (κορασάνι). Το κορασάνι
φτιαχνόταν από τριμμένο σε σκόνι κεραμίδι κι ασβέστη άσβεστο. Μέσα στη λάσπη
του ανακάτευαν λάδι και κορκούς αυγών. Έτσι γινόταν μια ουσία που στην αντοχή
ήταν ανώτερη από το τσιμέντο. Τα τρία τεράστια τόξα της καμάρας του ένωναν την
Πέρα μεριά, όπως συνηθίζουν να λένε τα Στρεβοζινά και Ποδογορινά χωράφια με τη
Δώθε μεριά, τα Κερπινιώτικα χωράφια. Στα χρόνια εκείνα, το γεφύρι αυτό ήταν
ένας σπουδαίος, ο μοναδικός ίσως κόμβος συγκοινωνιών που ένωνε την επαρχία
Γορτυνίας με την επαρχία Καλαβρύτων. Εκείνος που ήθελα να πάει από την Αρκαδία
στην Πάτρα ή στα Καλάβρυτα και το αντίθετον, έπρεπε απαραίτητα να περάσει πάνω
σε τούτο το γεφύρι. Το θρυλικό αυτό γεφύρι χτίστηκε στα πρώτα χρόνια της
τουρκοκρατίας, από Αρκάδες εργάτες και μαστόρους. Οι Τούρκοι αγάδες θέλοντας να
εξυπηρετήσουν τα στρατεύματα της τουρκικής κατοχής, υποχρέωσαν με τη βία τους
σκλαβωμένους Αρκάδες, να χτίσουν αυτό το γεφύρι που ο θρύλος έφτασε από γενεά
σε γενεά ως εμάς. Πόσες και πόσες φάλαγγες Τούρκων πέρασαν πάνω από τούτο το
γιοφύρι και σκόρπισαν τη δυστυχία και
την ερήμωση στο σκλαβωμένο Μοριά. Οι σκλαβωμένοι Έλληνες το βλέπαν σαν ανάθεμα
και το καταριόσανται, ζητώντας πάντοτε την ευκαιρεία , να το
ξεθελελιώσουν. Μα η ευκαιρεία αυτή δεν
τους δινότανε και το τρομερό γεφύρι στεκόταν σαν ένας γιγάντιος βρικόλακας εκεί
καταμεσής του κάμπου. Βαριά και θλιμμένα περνούσαν τα χρόνια της σκληρής
σκλαβιάς και το γιοφύρι – σκιάχτρο έσφαζε τις καρδιές των γύρω δουλευτάδων της
γης. Οι σκλαβωμένοι Αρκάδες και
Καλαβρυτινοί, μπαϊντισμένοι απ' τον αβάσταχτο τούρκικο ζυγό, ξεσηκώθηκαν κάποτε
ενάντια στους απαίσιους καταχτητές ζητώντας τη λευτεριά τους ή το θάνατο. Οι
πρώτοι κλεφτοκαπεταναίοι είχαν κιόλας πιάσει καραούλια στα γύρω βουνά (Μαίναλο,
Χελμό, Ωλενό, Ζήρεια, Πάρνωνα και Ταύγετο) και εξορμώντας από κει σφυροκοπούσαν
τις τούρκικες ορδές με μοναδικά όπλα τις πέτρες, τα ξυνάρια, τα τσεκούραι και
την άφταστη παλληκαριά τους. Ένα από τα φοβερά αυτά χτυπήματα των
κλεφτοκαπεταναίων δόθηκε στο χωριό Βεσίνι των Καλαβρύτων, που ανάγκασε τους
φοβερούς Τούρκους – Λαλαίους να υποχωρήσουν άταχτα προς τα όρια της
Αρκαδίας για να φτάσουν στην
Ντροπολιτσά. Καθώς περνούσαν το γεφύρι τρεέχοντας, για να γλυτώσουν τα κεφάλια
τους, απ' τους επαναστατημένους σκλάβους, πετούσαν στο ποτάμι ότι είχαν και δεν
είχαν για να ξαλαφρώσουν και να μπορούν να τρέχουν πιο γρήγορα. Μια Τουρκάλα
μάνα δεν άντεξε να πετάξει το μωρό παιδί της στο ποτάμι και το κουβάλησε μαζί
της. Καθώς όμως πήρε τον ανήφορο της Βαλάκας κουράστηκε πολύ και αναγκάστηκε να
τ' αφήσει φασκιωμένο στα σπάργανα, πάνω σε μια πέτρα και να φύγει με την ψυχή
στα δόντια από την κούραση. Ο θρυλικός Κερπινιώτης Καραβασίλης, που έβοσκε τα
γίδια του στης Βαλάκας το δάσος, άκουσε τα κλάματα του παιδιού και χωρίς να
δειλιάσει ροβόλησε και πήρε στην αγκαλιά του το μωρό τουρκόπουλο. Ο μεγαλόψυχος
αυτός τσοπάνος έφερε το παιδί στα γρέκια του, που βρίσκονταν στη θέση Μάντρα
των Κάτω – Καλυβίων της Κερπινής και που τα ερείπιά τους σώζονται ακόμα από
κείνα τα χρόνια. Εκεί το περιποιήθηκε και το μεγάλωσε σαν δικό του. Το πότιζε
ζεστό γάλα από τα μαστάρια των γιδιών του και το ανάθρεψε στη στάνη του ώσπου
γίνηκε σωστό παλληκάρι.
Όταν το παιδί έφτασε σε ώριμη ηλικία, ο γερο –
Καραβασίλης του διηγήθηκε μια μέρα το περιστατικό της καταγωγής του. Του είπε
ότι είναι τουρκόπουλο και πως θα πρέπει να πάει στην πατρίδα του για να βρει
τους δικούς του. Του παιδιού τα μάτια στραφτοκόπησαν στο άκουσμα αυτό. Έσκηψε
φίλησε το χέρι του ευεργέτη του και έφυγε για την Τουρκιά.
Εκεί εκπαιδεύτηκε
στρατιωτικά και με την εξυπνάδα του και την παλληκαριά του, γίνηκε αξιωματικός
του τουρκικού στρατού. Ύστερα από κάμποσα χρόνια τον στείλανε στη Στρέζοβα των
Καλαβρύτων σαν διοικητή των τούρκικων αποσπασμάτων που βρίσκονταν εκεί. Ο
Τούρκος αγάς θυμήθηκε τον τόπο που μεγάλωσε και τον θετό πατέρα του τον
Καραβασίλη που ζούσε στην Πέρα μεριά του Λάδωνα. Έστειλε ένα στρατιώτη του και
κάλεσε το γέρο να παρουσιαστεί μπροστά του. Ο γερο – Καραβασίλης που δεν ήξερε
τι τον θέλει ο Τούρκος αγάς σηκώθηκε αποφασισμένος να αντιμετωπίσει το θάνατο.
Πλύθηκε, στολίστηκε, φίλησε τους δικούς του, αποχαιρέτησε τα γρέκια του και τον
τόπο που πέρασε όλη του τη ζωή και ακολούθησε τον Τούρκο στρατιώτη. Σε λίγο
βρέθηκε μπροστά στον τρομερό αγά, κι ακλόνητος περίμενε την διαταγή του. Ο
τούρκος αξιωματικός μόλις είδε τον γέρο, τον γνώρισε κι άρπαξε το κοκκαλιάρικο
χέρι του και τον καταφιλούσε δακρυσμένος. Ο γέρος ταράχτηκε με αυτό που είδαν
τα μάτια του, αλλά δεν μίλησε. Ο αγάς τον έβαλε να καθίσει και του είπε πως
είναι το τουρκόπουλο που ανέθρεψε κάποτε σαν παιδί του. Για το καλό που μου
έκανες, του είπε, θέλω να σου κάνω μια χάρη. Όποια μου ζητήσεις. Ο γερο –
Καραβασίλης αρνήθηκε να δεχθεί από τον Τούρκο χάρη. Τότε ο αγάς του λέει. Ανέβα
πατέρα πάνω στην πιο ψηλή κορυφή του Δρακοβουνιού κι άφησε ελεύθερα τα μάτια σου να τηράξουν γύρω όσο
μπορούν απέραντα. Θα σου χαρίσω όλον αυτόν τον τόπο να γίνει δικό σου τσιφλίκι.
Δεν θέλω τίποτα του είπε ο γερο – Καραβασίλης. Μια κι επιμένεις όμως να μου
κάνεις μια χάρη, ένα πράμα θα σου ζητήσω. Να γκρεμίσεις το γεφύρι του Ροφιά. Ο
Τούρκος αγάς δαγκώθηκε για μια στιγμή και προσπάθησε να μεταπείσει τον γέρο να
μην επιμείνει σ' αυτό το ρουσφέτι. Μα εκείνος έμεινε αμετάκλητος. Ο αγάς που το
είχε σε κακό να αθετήσει το λόγο του, αναγκάστηκε να κάμει τη χάρη του
γεροπατέρα του. Διάταξε να περάσουν όλα τα στρατεύματα από τη Γορτυνία στο
Στρεζοβινό και γκρέμισε το γιοφύρι. Έτσι απαλλάχτηκε για πολλά χρόνια η
περιφέρεια του Καραβασίλη από τις λεηλασίες των τούρκικων στρατευμάτων και η
τοποθεσία του κάμπου που ήταν χτισμένο το γιοφύρι, ονομάστηκε Κομμένο γιοφύρι.
Οι απόγονοι του Καραβασίλη για ν' αποφύγουν τις γιώξεις των Τούρκων,
αναγκάστηκαν ν' αλλάξουν το επίθετό τους διατηρώντας πάντοτε το πρώτο μέρος
του, Καρά~μαύρος. Διατηρείται όμως ακόμα το όνομα της γειτονιάς του χωριού
(Καραβασιλέϊκα) που είχαν τα σπίτια τους”.
Αργότερα, αποδεικνύοντας
σε πόσο κατάλληλη θέση είχε χτιστεί το γεφύρι, εκεί κοντά (στην περιοχή Πέρα
Συριάμου) οι ντόπιοι φτιάξανε ένα ξύλινο, στενό, από κορμούς δέντρων, για να
περνάνε απέναντι και που την έλεγαν “Βέργα”.
Η Κερπινή
είναι χτισμένη στις βορειοδυτικές υπώρειες του Μαινάλου με σπουδαίο ρόλο στην
ιστορία της Αρκαδίας και σε ύψος 920 μέτρων. Απλώνεται σε όλη τη δυτική ομαλή
πλαγιά του λόφου Αγιοθανάση και ιδρύθηκε σαν κοινότητα με το 24/08/1912
βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ.252 Α') “ως έχουσα υπέρ τους 300 κατοίκους και σχολείου
στοιχ. Εκπαίδευσης.”
Βιβλιογραφία – σημειώσεις.
(1).
Πέτρος
Σαραντάκης. “Περί Πετρογέφυρων – Γεφυριών Ιστορίες”. Β' Επιστημονική Συνάντηση
ΚΕΜΕΠΕΓ. “Το γεφύρι της Κυράς στο Λάδωνα”. Αθήνα 2005. σελ. 64 και 65.
(2).
Γ. Θ.
Καραθεοδωρής. Ιστοσελίδα “ΚΟΥΡΠΟΣ ΛΑΔΩΝΑΣ. Της Κυράς το γεφύρι”. Αντιγραφή: Βαγγέλης Χριστόπουλος.