... ή Βιδιακίτικο γεφύρι.
Βιδιάκι Γορτυνίας.
Η ιστορία. « ~ Που λές, ξάδερφε, πάμε μιά βολά για κλεψιά;…
Ο μπάρμπα - Χρήστος στο σκαμνί καθισμένος, θηκιάζοντας
με το δάκτυλο το “καπινό” στο τσιμπούκι του, από τον ίδιο φτιαγμένο με φροξυλιά
και κληματόλουρα, με το ποτήρι γεμάτο χάμου, άρχισε τη διήγηση. Ο πατέρας μου
με το “χουλιαρογλύφτη” να πελεκάει ένα ξύλινο χουλιάρι σφενταμίσιο. Η μάνα μου
να νέθει τα σπάρτα κι εγώ ν' αγκρομάζομαι. Στη φωτιά το τσουκάλι γεμάτο ξερά
αραποσίτια να βράζουν και τρία τέσσερα στη χόβολη να ψένονται. ...πάμε, που
λέτε, με τον Γιώρ' τον...εφτού πέρα το Πεταίικο, στο Σινοβίθι. Παραπανούλια, τα
κοιμότανε εκείνος ο... Κόβουμε μπροστά πέντε πράματα, πέντε αγγέλους ...τραβάμε
την κείθε μεριά το Δομοκό. Κάναν καιρό φτάνουμε σ' ένα διάσελο, που ήταν ένα
παλαιϊκό χάλασμα. Εκεί ακούμε άξαφνα, κρόπ, κρόπ, κρόπ, πίσω μας, σαν να
'ρχόταν άλογο πηλαλώντα...
~ Ρε μας πιάσανε! Του λέου του Γιώρ'
~ Ρε μας πιάσανε! Του λέου του Γιώρ'
~ Μέρια να
μεριάσουμε! Μου λέει.
Μεριάμε τα πράματα μεσ' στα πουρνάρια και κρυφοτηράμε
να ιδούμε. Το ποδοβολητό μας έφτασε. Εμείς τσιμουτιά. Δεν βλέπαμε όμως ούτε
άνθρωπο ούτε ζο.΄Ηφερε τρείς βολές ολοτρόγυρα εκείνο το χάλασμα και
χάθηκε...Τέλος πάντων κινήσαμε. Μόλις βγήκαμε πάνου από τη Λίμνα, νάσου και μας
βγαίνει μπροστά ένα γουρούνι μαύρο, στρομπολό. Τα πρόβατα προγκήξανε. Άπλώνουμε
να τα μαζέψουμε. Το γουρούνι κοντά.
~ Ρε δεν το παίρνουμε και το γουρούνι; μου λέει ο
Γιώρης...
~ Το παίρνουμε, του λέου...
Το Βιδιακίτικο γεφύρι στη θέση "Δομοκός". (Φωτο: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου). |
Πα νάντο βάλουμε μπροστά, που να σταθούν τα πρόβατα. Άλλα δώθε, άλλα κείθε. Το γουρούνι πέρα τα ζωνάρια.
Βαρούμ' εδώθε, σαλαχάμε κείθε, τίποτα. Τέλος με τα χίλια βάσανα φτάνουμε στο
γιοφύρι να περάσουμε δώθε. Τα πρόβατα εκανταριάσανε τό 'να κοντά τ' άλλο και
περάσανε. Το γουρούνι πουθενά. Βρε απάνου, βρε κάτου, βρε μαυλώντα, βρε
κοπανιώντα, τίποτα. Δεν πάταγε το γιοφύρι...
~ Ρέ, δέν το σκοτώνουμε; του λέου του Γιώρ'...
Τοιγάρις μπορήγαμε να το τσακώσουμε, ναν το σφάξουμε.Το
μαυρομάνικο το 'σουρνα κοντά. Ειναι καλό να 'χεις απάνου σου μαυρομάνικο
μαχαίρι...Τραβάου, που λες ξάδερφε, μια πιστόλα Μαυροβουνιώτικη, που είχα στο
ζωνάρι. Το σημαδεύω στο σταυρό και του τραβάου το σμπάρο. Αλλά τι βρόντος ήταν
εκείνος. Αχολόησε η ποταμιά σαν νά 'πεσε κανόνι της Αλασσόνας. Μιά φωτίτσα
εφανερώθηκε τότε εδεκεί που στεκόταν πρίν το γουρούνι. Σαν το κεράκι της
Λαμπρής. Έσιαξε, σαν το αστέρι που κόβεται, απάνου το πλάι, ειδες στον όχτο
απάνου από το γιοφύρι και χάθηκε... Ετότε μας φάνηκε πως ακούσαμε φωνή...
~ Άει, εγλυτώσατε...
Εμείς εμείναμε ξεροί. Ετότε μούηρθε το μυαλό...
Βρε Παναγιαβόηθα!.. Κάνω το σταυρό μου και του λέου:
~ Απόλατα, να
πάνε στο διάβολο και τράβα να φύγουμε, γιατί απόψε μας εζωναριάσανε οι
διαβόλοι!..
Τα σιάζουμε απάνου την ποταμιά, κατά το κονάκι τους
και τ' απαρατήκαμε... Εκείνο τι λες ήτανε; Το χάλασμα ήταν παλαιϊκιά εκκλησσία
του Αη Γιώργη και το κρόπ, κρόπ, κρόπ, που ακούσαμε ο Αη Γιώργης ήτανε, που μας
πήρε από κοντά να μας δώκει σημάδι, ναν τ' απολύσουμε...αλλά που εμείς... Και
αφού δεν' τ'απολύκαμε, έφυγε κείνος και μας έπεσε κοντά ο ζερζεβούλης. Γατί το
γουρούνι, ο διάβολος μεταμορφωμένος ήτανε. Γι' αυτό επρογκάγανε τα πρόβατα...
Κι ένας θεός ξέρει που θα μας εζωνάριαζε, αν δεν φτάναμε στο γιοφύρι, να μην
μπορεί να περάσει εδώθε. Γιατί, βλέπεις, το γιοφύρι με το ποτάμι κάνουνε σταυρό
κι ο σαϊτανάς δεν μπορεί να περάσει απάνου...
Ήρθα στο σπίτι τρέμοντας. Άλλαξα τα σκουτιά μου,
λιβανίστηκα κι άναψα το καντήλι. Η φαμελιά εκοιμότανε χάμου. Με καιρό το
ξεμολοήθηκα στον ξεμολόγο...”
Το τόξο. (Φωτο: ΑΓΠ) |
Η αφήγηση έχει να κάνει με τις αντιλήψεις των ντόπιων, ότι τα
ρέματα, οι καταράκτες, τα γεφύρια “κρατάνε”.
“...Η θεία Βασίλω πήγε, εκείνα τα χρόνια, να αλέσει
στου Ζώη το μύλο. Φόρτωσε το μουλάρι με το άλεσμα και κίνησε νύχτα να αλέσει
πρώτη. Απόσταση περί τη μια ώρα. Μπροστά το μουλάρι, πίσω εκείνη. Έφτασαν και
προσπέρασαν του “Κουτσιούλη τη Βρύση”, εκεί που ο δρόμος (μονοπάτι πες)
στενεύει και δεξιά το νερό της ρεματιάς πέφτει σε κρέμαση
(καταρράκτης) τρακόσα μέτρα πριν το μύλο, το μουλάρι σταμάτησε απότομα. Στήλωσε τα μπροστινά του πόδια και δεν έλεγε να προχωρήσει. Η θεία Βασίλω το σαλάχησε, το βάρεσε με τη λούρα, αλλά εκείνο τίποτε. Κάτι έβλεπε, φρύμαξε, κουνούσε τα αυτιά του και έκανε στροφή προς τα πίσω. Η θειά τότε νοιάστηκε. Το μουλάρι έβλεπε αερικό. Το ρέμα “εκράταγε”. Έκαμε το σταυρό της, είπε:
(καταρράκτης) τρακόσα μέτρα πριν το μύλο, το μουλάρι σταμάτησε απότομα. Στήλωσε τα μπροστινά του πόδια και δεν έλεγε να προχωρήσει. Η θεία Βασίλω το σαλάχησε, το βάρεσε με τη λούρα, αλλά εκείνο τίποτε. Κάτι έβλεπε, φρύμαξε, κουνούσε τα αυτιά του και έκανε στροφή προς τα πίσω. Η θειά τότε νοιάστηκε. Το μουλάρι έβλεπε αερικό. Το ρέμα “εκράταγε”. Έκαμε το σταυρό της, είπε:
~ O Iησούς
Χριστός νικά...
και γύρισε πάλι πίσω. Στο σπίτι που ξιφόρτωνε εξύπνησε
ο αδερφός της ο Τάσιος. Του είπε τα καθέκαστα...
~ Μωρ' δεν
τόηξερες πως εκεί στο ρέμα “κρατεί;”...που πήγαινες, ώρα του μεσονύχτου, που
δεν είχε ακόμη σκάσει τάστρι (Αυγερινός) και δεν είχαν λαλήσει τα κοκόρια;”
(1).»
Σημείωση.
(1). Τα αφηγήθηκε στον
γράφοντα ο Κ.Ι. Κηπουρός.
Δείτε το παρακάτω σχετικό video για το γεφύρι: