Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου

Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου
Πετρογέφυρα: διαδρομές...της φύσης τα καμώματα...δημιουργήματα...μνήμες...αναφορές...βιώματα

Τιμή στους μάστορες, που άφησαν με τα εμπνευσμένα έργα των χεριών τους το ίχνος τους στην ιστορία της νεοελληνικής αισθητικής, σμιλεύοντας την πέτρα και δαμάζοντας το νερό της Πελοποννησιακής γης, με την απαράμιλλη τεχνική τους, τη φλόγα της ψυχής τους και το σεβασμό στη φύση.
Ας γνωρίσουμε αυτούς και τα έργα τους.

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

 ~  Το γεφύρι του Κεφαλόβρυσου στην Πελλάνα Σπάρτης.
Δημοσίευμα στη δίμηνη εφημερίδα του Πολιτιστικού Συλλόγου Καραβά Σπάρτης
"Το Γεφύρι"
Φεβρουάριος - Μάρτιος 2017 / αριθμός φύλλου 29







Η ανάδειξη ενός σπουδαίου και ιστορικού γεφυριού.

Στις 7/112015 διοργανώθηκε με απόλυτη επιτυχία στη Σπάρτη, από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Καραβά, η ημερίδα με θέμα «Το γεφύρι του Κόπανου: αναδεικνύοντας το σπουδαιότερο μνημείο του Ευρώτα».

Στην επιτυχημένη αυτή εκδήλωση το Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου συμμετείχε με την εισήγηση «Πετρογέφυρα: Η περίπτωση της Πελοποννήσου και φορείς μελέτης τους»
Παραθέτουμε φωτογραφικό υλικό για την εκδήλωση αυτή από την μηνιαία εφημερίδα του Καραβά και των περιχώρων, «Το Ποτάμι».
Για μια ακόμη φορά εκφράζουμε τα συγχαρητήριά μας στο Διοικητικό  Συμβούλιο του Πολιτιστικού Συλλόγου, τον Πρόεδρο Νίκο Καρμοίρη, τα μέλη και τους φίλους του Συλλόγου για την προσφορά τους στα πολιτιστικά δρώμενα της περιοχής και ελπίζουμε ότι το παράδειγμά τους θα ακολουθήσουν και άλλοι τοπικοί πολιτιστικοί φορείς.

~Το παρακάτω δημοσίευμα στα ΝΕΑ της Μεγαλόπολης μου έστειλε ο φίλος Θεόδωρος Ντούρος και αναφέρεται στο γεφύρι του Κούκου, στο Λούσιο.
Εκτεταμένα αποσπάσματα έχουν μεταφερθεί από την ιστοσελίδα του Αρχείου Γεφυριών Πελοποννήσου
Ευχαριστώ τον μεταφορέα και την εφημερίδα.



~ Γεφύρι Λιάσκου στην Άνω Βλασία Καλαβρύτων.
ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ NEWS 
04/06/2025


Το γεφύρι στον παλιό μύλο του Λιάσκου, στη θέση "Κούναδη", από ανάντη. (Φωτο: ΑΓΠ)




Γράφει ο Θεόδωρος Χαμάκος - Γενικός Γραμματέας του Κέντρου Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών (ΚΕΜΕΠΕΓ)

Τιμή στους μάστορες, που άφησαν με τα εμπνευσμένα έργα των χεριών τους το ίχνος τους στην ιστορία της νεοελληνικής αισθητικής, σμιλεύοντας την πέτρα και δαμάζοντας το νερό της Πελοποννησιακής γης, με την απαράμιλλη τεχνική τους, τη φλόγα της ψυχής τους και το σεβασμό στη φύση.
Ας γνωρίσουμε αυτούς και τα έργα τους.

Το γεφύρι του Λιάσκου στην Άνω Βλασία Καλαβρύτων
Ο άνθρωπος που έφτιαξε το καλούπι θυμάται...
Ο τότε Πρόεδρος της Κοινότητας αφηγείται...
Το γεφύρι είναι χτισμένο επί του ποταμού Σελινούντα, στα όρια του χωριού Άνω Βλασία του νομού Αχαΐας, που ανήκει στον δήμο Καλαβρύτων.
Ο ποταμός Σελινούντας πηγάζει από τον Ερύμανθο και αποτελείται από τρία ρέματα. Το Διβουλέϊκο, το Αγιοβλασίτικο (κυρίως Σελινούς) και το Μανεσέϊκο. Εκβάλει στον Κορινθιακό κόλπο, κοντά στα βαλιμίτικα. Το 80% των νερών του έρχεται από την περιοχή της Άνω Βλασίας. Λέγεται ότι ο Ερύμανθος με το Χελμό είναι συγκοινωνούντα δοχεία με την Πίνδο, με τον Όλυμπο και τα Λευκά όρη στην Ελβετία, γι' αυτό και οι πηγές του σε υψόμετρο 2000 μέτρων έχουν ίδια ποσότητα νερού τους καλοκαιρινούς μήνες.
Είναι μονότοξο και χτισμένο για την εξυπηρέτηση των αγροτικών εργασιών των ντόπιων επί του κυρίως Σελινούντα, το 1951 σε αντικατάσταση παλιού ξύλινου, από χαρακτηριστική κόκκινη πέτρα της περιοχής. Βρίσκεται κοντά στον παλιό μύλο του Λιάσκου, στη θέση “Κούναδη” και χτίστηκε από τον ντόπιο - με καταγωγή όμως από την Ήπειρο πρωτομάστορα - Νίκο Παπαγιαννόπουλο, ενώ το καλούπι έφτιαξε ο Νίκος Αβράμης από την Άνω Βλασία. Έγινε επί προεδρίας του Τάκη Καραμεσίνη και διακρίνεται επίσης λίγο πιο πέρα το λατομείο απ' όπου έβγαζαν και έπαιρναν την πέτρα. Είχε στηθαίο περίπου 40 εκατοστών, το οποίο έχει καταστραφεί και τα ίχνη του διακρίνονται καθαρά. Από το χρόνο και την πίεση του νερού έχει υποστεί φθορές και χρειάζεται άμεση επισκευή και αποκατάσταση των ζημιών.
Τάκης Καραμεσίνης. (Φωτο: ΑΓΠ)
Ο 90χρονος Τάκης Καραμεσίνης, πρόεδρος της κοινότητας την εποχή κατασκευής του γεφυριού, θυμάται:
“ ...αυτό ήταν ένα ξύλινο, σαν αυτό που είχαν οι ινδιάνοι στην Αφρική. Περνάγανε... και είχαν γίνει και δυστυχήματα λόγω του...σάπιες κάτι σανίδες που είχανε...είχανε πέσει κάτω και άνθρωποι και ζώα...είχανε πέσει κάτω κι εγώ τότε...λέω σαν πρόεδρος του χωριού...αποφάσισα ότι πρέπει να το φτιάξω αλλά δεν υπήρχαν οι δυνατότητες, οι οικονομικές και τα υπόλοιπα. Το 1951. Το ΄φτιαξε... ο Νίκος ο Αβράμης έφτιαξε τα καλούπια μαζί με τον...ο οποίος δεν υπάρχει...ο Γιώργης ο Λιάσκος ο οποίος ήτανε παπάς, τότε δεν ήτανε παπάς και ο μαστρονίκος ο Παπαγιαννόπουλος ήτανε ο τεχνίτης, τόχτισε...ήτανε ο μάστορας. Ο Αβράμης έφτιαξε τα καλούπια, τα ξύλινα δηλαδή, το σκελετό και ο Παπαγιαννόπουλος ο Νίκος το ΄χτισε.
Το λατομείο, απ' όπου έπαιρναν 
την πέτρα. (Φωτο: ΑΓΠ)
Κουβαλάγαμε τις πέτρες από απέναντι από το βράχο με τα γαϊδουράκια γιατί...επειδή ήθελε πολλές πέτρες και κατάλληλες γι' αυτά που λέγονται τα κλειδιά στην κορυφή, στην εφαρμογή...και δεν είχαμε και λεφτά, τότε δεν υπήρχανε και λεφτά...είχανε ακόμα τότε τα...μετά της κατοχής...πενηντάρια, χιλιάρια, είχαμε εκατομμύρια ακόμα...δεν είχανε γίνει...βγει του Μαρκεζίνη ακόμα οι τρύπιες δεκάρες και τα υπόλοιπα. Τσιμέντα δεν είχαμε και βάζαμε τσιμέντα με ασβέστη μαζί για να δέσουν τα λιθάρια για να το χτίσουμε. Ο ίδιος ο μάστορας πελέκαγε τις πέτρες. Ο μαστρονίκος ο Παπαγιαννόπουλος. Κάνανε καμιά 20ριά για να το φτιάξουνε. Τις πέτρες τις κουβαλάγαμε με τα γαϊδουράκια. Έχτιζε λίγο – λίγο, δεν ήταν και εύκολο μόνος του να χτίσει, είχε και βοηθούς που φτιάνανε τη λάσπη και του πηγαίναν και τις πέτρες, αλλά και οι πέτρες έπρεπε να έχουν κάποια εφαρμογή μεταξύ τους και το δυσκολότερο ήτανε στο τέλος εκεί που σμίγουνε...ο θόλος που σμίγει εκεί...ήτανε φτιαγμένος κατά κάποιο τρόπο έτσι...τα κλειδιά, πολλά κλειδιά 5-6-10 πόσα ήτανε. Ήτανε και ο πατέρας του. Αυτοί ήτανε Ηπειρώτες, είχαν έλθει εδώ σ' ένα χωριό στα Λακκώματα. Με τους λαγκαδινούς μαστόρους δεν είχαν καμιά σχέση. Ήταν Ηπειρώτες, από την Ήπειρο σ' ένα χωριό... στα Λακκώματα. Ο πατέρας του, τ' αδέρφια του ήτανε όλοι χτίστες...έπεσε μέσα μια κυρία...έπεσε από το γάιδαρο...είχε πιει κι λιγάκι κι έπεσε μέσα...ήτανε σανίδια...που ήταν και τρύπες...όπως ήταν τα πάτερα από κάτω κι από πάνω σανίδες, οι σανίδες ήτανε τρύπιες...πήγε το πόδι του γαϊδάρου μέσα...έκανε ο γάιδαρος έτσι...κάτι απότομες κινήσεις κι έπεσε η γριά μέσα στο ποτάμι. Έχει φθαρεί απάνου...είναι τσίμα – τσίμα τώρα...τώρα έχει ξεπλυθεί. Είχε πολύ νερό...φέρνει πάντα όταν λιώνουν τα χιόνια ή στα πρωτοβρόχια με βροχές μεγάλες...έχει νερά πολλά, αλλά από πάνω δεν πέρασε. Και εκεί που είναι...εγώ φοβόμουν. Και όμως δεν το πείραξε. Ακόμα τώρα ύστερα από 60 χρόνια πέρασαν καταιγίδες, πέρασαν πολλά πράγματα. Κι όμως αυτό υφίσταται.
Ένα είναι το παράπονό μου. Μετά από μένα τ' άφηκαν όπως τ' άφηκα εγώ. Επισκευή δεν είχε γίνει ποτέ. Αυτό το 'χω σαν παράπονο, εγώ τότε παρ' ότι ήμουν νέος και ήμουν λίγο φιλόδοξος...είχα καβαλήσει και λίγο το καλάμι έτσι...αλλά όταν έφυγα εγώ, όταν πήγα στην Αθήνα, αυτό όπως το άφησα δυστυχώς είναι ακόμα μέχρι σήμερα...όπως το τέλειωσε ο μάστορας, είναι ακόμα έτσι από το 1951 – 52. Είχε επικοινωνία το περισσότερο χωριό από χτήματα. Από κει ήτανε μύλος, πηγαίνανε στο μύλο σχεδόν όλο το χωριό. Έπρεπε να περάσουν απέναντι να πάνε στο μύλο και να πάνε και στα χωράφια με τα ζώα...ήτανε πολλοί κάτοικοι που είχαν εκεί λόγους να περάσουνε. Εκεί είναι Κούναδη. Κούναδη, εκεί που 'ναι το γεφύρι. Απέναντι εκεί έχει διάφορες τοπικές ονομασίες...είναι η ευρύτερη περιφέρεια Γεράκι...εκεί έχει τοπικές ονομασίες...ο καθένας λέει εγώ στο δικό μου...μια περιοχή...λεγόταν στου Γιώργη το λιθάρι, στις ασφάκες, στα...ξέρω γω...κάποιες τοπικές ονομασίες. Το καλούπι με τον ξύλινο το σκελετό το 'φτιαξε ο Νίκος ο Αβράμης...ήτανε ο μαραγκός...και ζει ακόμη, είναι και αυτός σε μια ηλικία κάπου στα 90...και περπατάει ακόμα.
Το γεφύρι από κατάντη. (Φωτο: ΑΓΠ)
Τα θυμάμαι όλα αυτά. Παρ' όλα αυτά...και τ' απόγευμα...μπορεί να ξεχνάω τα πρόσωπα...τα παλιά τα θυμάμαι μέχρι λεπτομέρειες. Ήτανε και άλλοι...το πολύ από το χωριό που κουβαλάγανε τις πέτρες και ήτανε και ένας πούχε φέρει τα ξύλα από το βουνό...κολώνες, έλατα λιανά, ψηλά έλατα για να στηλώσουν και οι σανίδες για να γίνει το...ο κύκλος. Είδε το χωριό...με προσωπική εργασία όχι με...πήρε μόνο...πληρώθηκε ο μάστορας. Πήρα λίγα λεφτά...δεν θυμάμαι πόσα πήρε. Οι άλλοι δουλεύανε με προσωπική εργασία...δηλαδή τους υποχρεώναμε, η κοινότης τους υποχρέωνε...θάρθεις μια μέρα με το ζώο, θα φέρεις πέτρες εκεί...θαρθείς να πα' να σάξουμε το μονοπάτι που θα περάσουμε να φέρουμε τα δεμάτια που θα θερίζουμε, θαρθείς να πα' να βγάλουμε το αυλάκι που θα ποτίζουμε. Εκεί που είχανε εκεί...και αυτή λεγόταν προσωπική εργασία. Τον μάστορα τον πλήρωσε η κοινότητα, από το δημόσιο ταμείο, δηλαδή τα οικονομικά της κοινότητας τα είχε το δημόσιο ταμείο.”
Ο άνθρωπος που έκανε το καλούπι του γεφυριού, ο Νίκος ο Αβράμης από την Άνω Βλασία, γύρω στα 90, μας αφηγείται:
Νίκος Αβράμης. (Φωτο: ΑΓΠ)
“...Νίκος Αβράμης...πρώτα το καλούπιασμα. Φτιάνουμε το τόξο και στήνουμε κολώνες από κάτου...ξύλινες κολώνες...δένεται ολόκληρο...μου είναι λίγο δύσκολο. Είναι σε δυο μεριές τα τόξα...τα στένουμε και βάζουμε σανίδα από πάνου γύρω – γύρω για να καλουπώνεται τόσο γερά γιατί παίρνει βάρος απάνου. Ξυλεία είχε ο μάστορας. Είχε ο μαστρονίκος ο Παπαγιαννόπουλος...αυτός που τόχτισε...ναι, το περιέδεσε με πέτρα και τόχτισε κιόλας, με τ' αδέρφια του μαζί...έχει πεθάνει τώρα...με τ' αδέρφια του μαζί. Ο Νίκος και ο Βαγγέλης...ήταν από τα Λακκώματα...είχε σώγαμπρος εδώ...αλλά τότε δεν ήταν σώγαμπρος...μετά ήρθε σώγαμπρος...από τα Λακκώματα ήρθε εδώ...από τα Λακκώματα ήταν. Η καταγωγή τους ήταν από την Ήπειρο.
Κάναμε για να το χτίσουμε μισό καλοκαίρι...μισό καλοκαίρι...το διάστημα εκείνο όχι...έτυχε να μη...για θα τάπαιρνε τα ξύλα, θα τα μάζευε όλα...δηλαδή έκανε καλό καιρό...ήτανε γύρω Ιούνιο – Ιούλιο – Αύγουστο κείνη την εποχή...βροχές σπανίζουνε...περίπου 10 δούλευαν εκεί. Δουλεύανε προσωπική εργασία. Εγώ πληρώθηκα...όχι όλα...άφησα ένα μέρος. Πληρώθηκα από τον μάστορα. Τώρα το μάστορα πούθε πληρώθηκε δεν ξέρω. Θυμάμαι γιατί πρέπει να ήταν η κοινότητα στη μέση. Προτού το γεφύρι το σημερινό, ήταν ξυλογέφυρο...με δυο ράγες σίδερα. Μετά σπάσανε κάτι ταύλες και αναγκαστήκανε να το φτιάξουνε όπως ήταν σήμερα...δυο ράγες σίδερα...μάλλον τρεις ράγες σίδερα...διπλό...ταύλα...”
Και μια άλλη μαρτυρία του Γιώργου Καραμεσίνη, από την άνω Βλασία, μας λέει για το γεφύρι στη θέση “Κούναδη” κοντά στον παλιό μύλο του Λιάσκου:
Γιώργος Καραμεσίνης. (Φωτο: ΑΓΠ)
“ Αυτό το γεφύρι μέχρι την δεκαετία του '50 ήταν ένα ξύλινο γεφύρι, στηριζότανε πάνω σε κάποιες βάσεις, με κάποιες ταύλες επάνω και περνούσε ο κόσμος. Οι άνθρωποι, τα ζώα...όλα αυτά. Είχαμε και κάποια ατυχήματα...έπεσε κάτω μια αγελάδα, έπεσε κάτω ένας γάιδαρος με μια γυναίκα, χτυπήσανε...ξέρω γω...τέλος πάντων αποφασίσανε και το φτιάξανε, εκεί αρχές του '50, 51 – 52, κάπου εκεί. Μαστόροι ήτανε κάποιοι καταγωγή τους από την Ήπειρο, οι Παπαγιαννοπουλαίοι, οι οποίοι είχανε εγκατασταθεί σ' ένα μικρό χωριό εδώ, στα Λακκώματα. Και είχανε έρθει εδώ και δουλεύανε. Ήταν όλοι πετράδες, ήταν όλοι χτίστες, παραδοσιακοί.
Ο καλουπιτζής ήτανε απόν δω, ο Νίκος ο Αβράμης, ο οποίος ζει ακόμη, υπάρχει εδώ και ξέρει τα πράματα, που καλουπώσανε και φτιάξανε το τόξο και πελεκητές ήτανε οι συγγενείς του μάστορα εκεί πέρα που κουβαλούσαν την πέτρα από κει πέρα, από το νταμάρι. Για το γεφύρι πληρώθηκε τότε μόνο ο μάστορας, ο χτίστης δηλαδή και το πιο μεγάλο ποσό, γιατί δεν είχανε λεφτά...το κάνανε εδώ από το χωριό οι κάτοικοι με προσωπική εργασία. Έβαζε ο άλλος το γαϊδούρι του έκουβαλούσε την πέτρα, έβαζε ο άλλος ξέρω γω μεροκάματο, λεγόταν προσωπική εργασία...ένα δυο μεροκάματο την εβδομάδα. Αυτά λοιπόν...κι έγινε το γεφύρι και γλύτωσε ο κόσμος που περνάει πιο άνετα, πάει στα χωράφια του...” (1).
Οι διαστάσεις του είναι:
Άνοιγμα καμάρας: 6 μέτρα
Ύψος καμάρας: 4,20 μέτρα
Πλάτος: 2,20 μέτρα
Μήκος: 16,90 μέτρα
Πλάτος καμαρολιθιού: 0,45 μέτρα.
Πρόκειται για ένα πανέμορφο πέτρινο γεφύρι, τρανό δείγμα της Πελοποννησιακής λαϊκής γεφυροποιίας, που όμως εκπέμπει σήμα κινδύνου για τη διάσωσή του.
Χτισμένο από ντόπιο παραδοσιακό μάστορα, με καταγωγή από την Ήπειρο, με την χαρακτηριστική κόκκινη πέτρα της περιοχής έχει υποστεί φθορές στο δεξιό βάθρο από ανάντη καθώς επίσης και στην επιφάνειά του. Για το λόγο τούτο πρέπει χωρίς χρονοτριβή να γίνουν οι απαραίτητες παρεμβάσεις από ειδικούς για να σωθεί.
Σημειώσεις
(1). Οι μαρτυρίες των συντελεστών του γεφυριού δόθηκαν στον γράφοντα στις 16/4/2012.
Δείτε τα παρακάτω video για το γεφύρι στον παλιό Μύλο του Λιάσκου από: www.youtube.com/agpelop

Θοδωρής Χαμάκος
https://www.facebook.com/thodorischamakos


Ο ιδρυτής του Αρχείου Γεφυριών Πελοποννήσου (ΑΓΠ), Θοδωρής Χαμάκος, είναι μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Πάλης (FILA) και Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Πάλης (CELA).
Διαχειρίζεται την ιστοσελίδα http://agpelop.blogspot.gr/ 
και το youtube https://www.youtube.com/user/AGPELOP
Το Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου (Α.Γ.Π.) έχει σαν στόχο την ευαισθητοποίηση του κοινού και των αρμόδιων φορέων, τη συμβολή στη προβολή, τη διάσωση και την προσέγγιση της τέχνης των δημιουργών των πέτρινων γεφυριών της Πελοποννήσου.
Συγκεκριμμένα οι σκοποί είναι:
Αναζήτηση, εντοπισμός, καταγραφή, φωτογράφηση, βιντεοσκόπηση και μέτρηση όλων των γεφυριών της Πελοποννήσου.
Συλλογή όλων των σχετικών πληροφοριών μέσα από την επιτόπια έρευνα και τη χρήση κάθε δημοσιευμένου σχετικού υλικού.
Δημιουργία Μητρώου Γεφυριών με την καταχώρηση, επεξεργασία και μελέτη του υλικού.
Δημιουργία υλικού μέσα από συνεντεύξεις, φωτογραφίες κτλ, των δημιουργών - μαστόρων.
Καταγραφή όλων των Ελληνικών τραγουδιών, θρύλων και παραδόσεων που αναφέρονται στα πετρογέφυρα.
Συλλογή ελληνικών και ξένων βιβλίων, περιοδικών και εφημερίδων με αντικείμενο τα πετρογέφυρα της Πελοποννήσου.
Εκδόσεις βιβλίων και λοιπών σχετικών εντύπων με παράλληλη παραγωγή ηχητικού και οπτικού υλικού.
Συμβολή στην προβολή, προστασία και διάσωση των πετρογέφυρων μέσω της ευαισθητοποίησης του κοινού και των αρμόδιων φορέων, οργάνωση ημερίδων, εκδηλώσεων, εκθέσεων, πραγματοποίησης διαλέξεων, αρθρογραφία και παρεμβάσεις σε γραπτό και ηλεκτρονικό τύπο.




Δημοσίευση στη μηνιαία εφημερίδα "Το γεφύρι", με την ευκαιρεία της κυκλοφορίας της.


Δημοσίευση για το Τρανό Γεφύρι στον Διάγοντα



ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΓΕΦΥΡΙΑ (ΠΕΤΡΟΓΕΦΥΡΑ)
Τα γεφύρια του Σκούμπη

Κείμενο-φωτογραφίες: Σπύρος Μαντάς-Θοδωρής Χαμάκος

Εφτά εβδόμου, στις εφτά! Το ραντεβού έμοιαζε συνθηματικό, μα ήταν σύμπτωση. Εφτά Ιουλίου, στις εφτά το πρωί, θα ξεκινούσε το ταξίδι μας για την Αλβανία. Τούτη τη φορά όμως, όχι από την Κακαβιά, αλλά από την Κρυσταλλοπηγή της Φλώρινας. Εξυπηρετούσε καλλίτερα τα σχέδιά μας, που τώρα ήταν να καταγράψουμε, όσο το δυνατόν πληρέστερα, τα πέτρινα γεφύρια του Σκούμπη.
Το ποτάμι αυτό, ο Γενούσος των Αρχαίων,πηγάζει δυτικά του Πόγραδετς και αφού διασχίσει εγκάρσια, στο μέσο περίπου, το σημερινό αλβανικό κράτος, χύνεται στην Αδριατική, κάτω από το Δυρράχιο. Η κοίτη του αποτελεί για την Ήπειρο το προς βορρά φυσικό σύνορό της, κάποτε και πολιτισμικό, τότε που ο χώρος απροσπέλαστος,...άπειρος, μπορούσε να διαμορφώνει τρόπο ζωής, ιδιαιτερότητες, κοινή νοοτροπία. Πλησιάζοντας στο Σκούμπη, τα ψηλά γνωστά μας ηπειρώτικα βουνά σιγά-σιγά χαμηλώνουν, σβήνουν οριστικά ανταμώνοντας τον ποταμό. Όταν πια αλλάζεις όχθη, τίποτα δεν παραμένει ίδιο.

Ταξιδεύαμε στο μεγάλο κάμπο της Κορυτσάς! Μαζί μας ο Κώστας για να μεταφράζει. Ο Μπασκίμ, υπεύθυνος για την ασφάλειά μας, κι ο Αχμέτ, αυτός ο οδηγός του τζίπ. Αφήσαμε αριστερά μας την πόλη και πήραμε να ανηφορίζουμε για έναν αυχένα, απ' όπου, περνώντας τον, αντικρίσαμε την λίμνη της Αχρίδας, μεγαλοπρεπή, ήρεμη, να κατακλύζει τον χώρο. Στην πιο κοντινή της ακτή... σκάλωνε το Πόγραδετς.
Το τελευταίο το διασχίσαμε από το κέντρο του και, ύστερα, εγκαταλείποντας το δημόσιο,ανεβήκαμε στα οροπέδια της Μόκρας όπου, σε διαδοχικές, στενόχωρες κοιλάδες, δεκάδες υδάτινες αρτηρίες πάσχιζαν να δημιουργήσουν το Σκούμπη. Μ' έναν παλιό, καλό χάρτη και το κυριότερο τη βοήθεια πρόθυμων χωρικών δεν αργήσαμε να εντοπίσουμε τα πρώτα μικρά μονότοξα γεφύρια.
Βρήκαμε και μελετήσαμε: το γεφυράκι του Μύλου, κάτω από το χωριό Καλυβάτσι, το πετρογέφυρο της Γιόλα, στο ομώνυμο χωριό, στο λάκκο Φτόχτε το γεφύρι του Τερζή, κοντά στο Προπίτσι, στης Βέλτσιανης το ποτάμι και στο τέλος, χωριό Μεγάλος Τσεσμές, φεύγοντας για Τρεμπίνια, ένα μικρό τόξο, απομεινάρι μεγάλου, πολύτοξου γεφυριού. Πλησίαζε μεσημέρι όταν, στον σχηματισμένο πια Σκούμπη, συναντήσαμε το πρώτο σημαντικό γεφύρι του ταξιδιού μας. Ήταν το γεφύρι του Γκόλικ.
Το γεφύρι του Γκόλικ

Πήρε το όνομά του από το διπλανό χωριό. Το είπαν στον Κώστα – κι αυτός με τη σειρά του σε μας – τρεις ηλικιωμένοι χωρικοί που, στη θέα μας σταμάτησαν να κόβουν χόρτο στην αντικρινή πλαγιά και μας πλησίασαν.
Περίεργοι μείναν κοντά μας, όση ώρα εμείς φωτογραφίζουμε, μετρούμε, σχεδιάζουμε...
Το γεφύρι του Γκόλικ και με το μέγεθος και με την κίνηση των γραμμών του. Οι τεχνίτες του διάλεξαν να το χτίσουν δίνοντάς του μια από τις κλασσικές μορφές των ηπειρώτικων πετρογέφυρων. Είναι δίτοξο με μια μεγάλη, την κύρια, καμάρα και μια μικρότερη βοηθητική, αυτή που φεύγει για να πατήσει στη δεξιά όχθη. Ανάμεσά τους, ένα παράθυρο λειτουργεί ανακουφιστικά όταν ο Σκούμπης, με τις χειμωνιάτικες κατεβασιές του, το παρακάνει. Ο διάδρομος διάβασης καμπυλωτός φυσικά κορυφώνει το ανέβασμά του στην κεντρική αψίδα, εννιά μέτρα πάνω απ' το νερό. Δυστυχώς, δεν σώθηκαν στοιχεία για την ακριβή χρονολόγηση τούτου του γεφυριού, όμως η μορφή, η όλη τεχνοτροπία, αναγάγει το χρόνο κατασκευής του στις αρχές του 18ου αιώνα. Από τότε πρέπει να υπηρετεί το δρόμο Κορυτσάς – Μοναστηρίου (Μπίτολα), δρομολόγιο πολυσύχναστο για τα καραβάνια της εποχής.
Μετά το γεφύρι του Γκόλικ, λίγα ακόμη αλλά δύσκολα χιλιόμετρα και ξαναβγήκαμε στον δημόσιο, κοντά στο χωριό Κούκιες. Ο Σκούμπης, συνταξιδιώτης από δω και πέρα, κυλούσε δίπλα μας. Ποταμός και δρόμος, σε κοινή πορεία – μαζί και η σιδηροδρομική γραμμή – βάζαν κετεύθυνση για θάλασσα. Η διαδρομή που θα ακολουθούσαμε τώρα – στο βάθος μιας κοιλάδας που ανοιγόκλεισμα – υπήρξε ανέκαθεν πολυσύχναστη. Μην ξεχνάμε όμως πως, κάποτε φιλοξένησε κι αυτήν ακόμα την Εγνατία.
Ε, λοιπόν, ίχνη της τελευταίας ψάχναμε και μεις να βρούμε στο Κούκιες. Τελικά μπορέσαμε να τα εντοπίσουμε στα ερείπια ενός παμπάλαιου γεφυριού, που όλοι οι παλιοί περιηγητές μνημονεύουν στις περιγραφές τους. Μισογκρεμισμένες πέτρες στις όχθες, κάμποσο καλντερίμι στην πλαγιά που...αντιστέκεται, σηματοδοτούν σήμερα, εδώ, τα ίχνη ενός δρόμου θρύλου...
Και συνεχίσαμε για Λιμπράζντ. Στις γειτονιές του, ένα ακόμα μεγάλο ποτάμι, ο Σεμερίσε, έρχεται από δεξιά να εμπλουτίσει τον Σκούμπη. Πολλά νερά, πολύ ζέστη, κι ένα παζάρι με χρώμα ανατολίτικο, συνέθεταν τη νέα μας εικόνα. Εμείς όμως, βιαστικοί, τρέχαμε ήδη στο δρόμο που, αλλάζοντας όχθη, έφευγε για Μιράκα. Στο μικρό αυτό συνοικισμό, οι πληροφορίες μιλούσαν για ένα γεφύρι ξεχωριστό. Όταν συναντήσαμε τα πρώτα σπίτια διακρίναμε τη φιγούρα του στο βάθος της κοιλάδας – το τοπίο είχε ανοίξει – εκεί όπου το ποτάμι καμπυλώνοντας, απομακρυνόταν προσωρινά.
Η καμάρα της Μιράκας

Η καμάρα της Μιράκας! Για αρκετή ώρα θαυμάζαμε και φωτογραφίζαμε. Βρισκόμαστε, πραγματικά, μπροστά σ' ένα αλλιώτικο γεφύρι. Και πρώτα – πρώτα η ονομασία του. Παρά τα τρία τόξα, οι γύρω κάτοικοι το αποκαλούν ακριβώς έτσι, ...καμάρα! Διασώζεται δηλαδή εδώ – μάλλον αποδεικνύεται – μια εναλλακτική προσφώνηση των γεφυριών. Γιατί συνηθιζόταν αυτό παλιά, να αποκαλείται ένα γεφύρι...καμάρα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των τόξων του. Ο όρος επιβιώνει και σε μας, στη νοτιοανατολική Ήπειρο, που όμως περνά απαρατήρητο, καθώς όλα τα γεφύρια εκεί παρουσιάζονται μονότοξα.
Αλλά η καμάρα της Μιράκας εκπλήσσει περισσότερο με μια κατασκευαστική ιδιορρυθμία της. Το ένα, το δεξιό από τα τρία της τόξα,αλλά και το παράθυρο προς την όχθη την αριστερή, έχουν χτιστεί σε σχήμα...τεταρτοκυκλικό! Πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση στη μορφολογία των ηπειρωτικών πετρογέφυρων. Τεταρτοκυκλικές ανακουφιστικές θυρίδες μπορούμε να θυμηθούμε στα μισογκρεμισμένα σήμερα γεφύρια της Κυράς στη Μπαλντούμα και Σαρακίνας κοντά στην Καλαμπάκα. Τόξο όμως να παίρνει αυτή τη μορφή, τέτοιο σχήμα μάλλον αποτελεί μοναδική περίπτωση ανάμεσα στα εκατοντάδες γεφύρια της Ηπείρου.
Τελευταία μας εικόνα από την Καμάρα της Μιράκας, ένα κοπάδι βόδια να διαβαίνει αργά, με σιγουριά τον ποταμό. Αλήθεια πόση ευγνωμοσύνη να οφείλεται στον εμπνευστή τούτου του έργου! Χάρη στη γενναιοδωρία του, κόσμος και κοσμάκης, μπορούσε να αψηφά τους θυμούς του Σκούμπη και βέβαια, στη συνέχεια να συμμερίζεται πρόθυμα να κάνει όσα η εντειχισμένη πλάκα με αραβική γραφή προέτρεπε... “Ας είναι ευτυχισμένη η ζωή του Αχμέτη από το Ελμπασάνι. Όποιος περνάει απ' εδώ, ας κάνει μια προσευχή για του γεφυριού τον ευεργέτη 1715”.!
Φάγαμε για μεσημέρι στις πέντε το απόγευμα. Ένας γέρος που έψηνε δίπλα στο δρόμο μας έπεισε να μπούμε στο μαγαζί του. Η πείνα είχε πια ξεπεράσει κι αυτή την κούρασή μας. Συνήλθαμε εκεί μέσα. Τρώγοντας ρύζι, κρέας και γιαούρτι, σ' ένα μείγμα τοπικής σπεσιαλιτέ. Ο γέρος δίπλα λαλίστατος είχε απαντήσει σε κάθε μας ερώτηση ακόμη και που ήταν κάποτε το γεφύρι του Χατζημπεκιάρη. Δεν χρειάστηκε να περπατήσουμε μέχρι την Κλεισούρα που βρισκόταν το τελευταίο. Ο Σκούμπης – επέμενε ο γέρος – είχε εξαφανίσει προ πολλού κάθε ίχνος του γεφυριού ακόμη και το χάνι που 'στεκε στην άκρη του. Μείναν έτσι, ντοκουμέντα οι περιγραφές τόσων και τόσων περιηγητών που διάβηκαν εδώ τον ποταμό και διανυκτέρευσαν στο χάνι. Ο Γάλλος Βίκτωρ Μπεράρ στα 1891 γράφει: “θα κοιμηθούμε απόψε σ' ένα απομονωμένο χάνι στην είσοδο της γέφυρας του Χατζή – Μπεκιάρη. Το περίφημο αυτό γεφύρι του κάτω Σκούμπη είναι το μόνο που έχει διατηρήσει όλους τους θόλους του. Ένας γέρος εργένης (μπεκιάρης) προσκυνητής στη Μέκκα (Χατζής) το έχτισε στις αρχές του αιώνα. Καθώς τραβούμε τα ζώα μας στην άνοδο και τα συγκρατούμε στην κάθοδο εξακολουθούμε τις ευχαριστίες μας προς τον εργένη...”!
Είχε αρχίσει να βραδιάζει. Τρέχαμε πλέον προς το Ελμπασάν, όπου και θα διανυκτερεύαμε. Παρ' όλα αυτά έμελλε να συναντήσουμε ένα ακόμη γεφύρι. Όμορφο, μονότοξο και προπαντός γερό το βρήκαμε κάτω από το χωριό Λιαμπινότι, μέσα στο νέο οικισμό. Φανερό πως για απρόσκοπτη εδώ επικοινωνία έπρεπε οπωσδήποτε να γεφυρωθεί ο λάκκος που βλέπαμε. Να τον πούμε καλλίτερα ποτάμι αφού το νερό που έστελνε στο Σκούμπη – παρακάτω η συμβολή – και πολύ και γρήγορο ήταν.
Γεφύρι στο χωριό Λιαμπινότι

Στο Ελμπασάν, πόλη μεγάλη πυκνοκατοικημένη, προσπαθήσαμε να ηρεμήσουμε,να κοιμηθούμε εξοικονομώντας δυνάμεις για την επόμενη.
Δεν ήταν εύκολο. Λιγότερο ο φόβος, περισσότερο οι φοβίες δεν μας άφησαν να κλείσουμε μάτι όλη νύχτα. Θυμόμαστε και το μπλόκο που είχαμε πέσει στην είσοδο στα πρώτα σπίτια της πόλης. Κόσμος, αυτοκίνητα, συνωστισμός. Οι αστυνομικοί όμως με τις μαύρες κουκούλες στα πρόσωπα περισσότερο φόβιζαν παρά καθησύχαζαν. Ευτυχώς ο Μπακίμ έλυσε το πρόβλημα σχετικά γρήγορα... Την άλλη μέρα ξυπνήσαμε,μάλλον σηκωθήκαμε νωρίς – νωρίς. Το πρόγραμμα προέβλεπε επίσκεψη σε δυο γεφύρια κοντά στη πόλη. Επρόκειτο για τα γεφύρια του Ζαρανίκα και του Κουρτ – Πασιά. Όμως, πολλές φορές άλλα περιμένεις και άλλα συναντάς.
Στην περίπτωσή μας, δυστυχώς και τα δυο γεφύρια τα βρήκαμε κατεστραμμένα. Για του Κουρτ – Πασιά το υποψιαζόμαστε, το άλλο όμως του Ζαρανίκα σπαταλήσαμε όλο το πρωινό μας αναζητώντας το. Τελικά το εντοπίσαμε, μάλλον φτάσαμε στη θέση όπου βρισκόταν κάποτε, μέσα στην πόλη. Άδικα το ψάχναμε έξω, όπως τα παλιά βιβλία περιέγραφαν. Το Ελμπασάν έχει εξαπλωθεί τόσο, ώστε συμπεριέλαβε το γεφύρι στα προάστιά του. Σήμερα είναι τσιμέντο!
Συρμάτινο γεφύρι στον Σκούμπη

Απογοητευτήκαμε. Ταυτόχρονα όμως νιώσαμε και τυχεροί, γιατί μπορέσαμε να βρούμε φωτογραφία, που και τη μορφή του παλιού πέτρινου γεφυριού μαρτυρούσε και την αιτία του τέλους του αποκάλυπτε. Ήταν – κοιτάζαμε στη φωτογραφία – με λάθος σοβαρό στη μορφή του. Μια μικρή καμάρα, δηλαδή βοηθητική, είχε χτιστεί στο κέντρο του ποταμού, κι έτσι, οι υπόλοιπες τέσσερις, αρκετά μεγάλες διατάσσονταν συμμετρικά της – δεξιά κι αριστερά – στις άκρες της κοίτης.
Φυσικά ο Ζαρανίκας ένα τέτοιο λάθος δεν μπορούσε να το συγχωρήσει. Σε μια χειμωνιάτικη κατεβασιά του τα ξήλωσε όλα...
Θελήσαμε να δούμε από κοντά και τα ερείπια του άλλου γκρεμισμένου γεφυριού του Κουρτ – Πασιά. Γι' αυτό φύγαμε νότια. Ο Σκούμπης κυλάει τα νερά του μερικά χιλιόμετρα κάτω από την πόλη αφήνοντας το Ελμπασάν δεξιά. Ανοιχτός εκεί ο τόπος, πλατιά η κοίτη, κάθε άλλο παρά προσφερόταν η θέση για να στηθεί το γεφύρι. Μα όσο δύσκολη, όσο επικίνδυνη η κατασκευή, άλλο τόσο κι απαραίτητη. Προσπάθησαν πολλοί εδώ, να στεριώσουν το γεφύρι. Μάταιες οι απόπειρες, γρήγορα διακόπτονταν, είτε γιατί τα χρήματα δεν επαρκούσαν, είτε γιατί ο Σκούμπης είχε άλλη άποψη.
Τελικά μόνο ο Κουρτ – Πασιάς, πετυχημένος τοπάρχης στο Μπεράτι, τα κατάφερε. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που αυτός ο πασάς χρηματοδοτούσε τέτοιο έργο. Στα 1778, ένα τεράστιο γεφύρι το μεγαλύτερο μέσα σ' ολόκληρη την Ήπειρο – έστω στις εσχατιές της – έλυνε το πρόβλημα, ανακούφιζε τον κόσμο. Και λειτούργησε χρόνια πολλά, κοντά ενάμιση αιώνα πριν το λυγίσει η αχαριστία των ανθρώπων. Ευτυχώς, ένας φωτογράφος θρύλος για την Αλβανία ο Μαρούμπι, είχε την πρόνοια να το αποθανατίσει σε καιρούς ανύποπτους, τέλη 19ου αιώνα. Έτσι, εμείς σήμερα μπορούμε να αναφερόμαστε σε αυτό με ακρίβεια.
Εν ενεργεία νερόμυλος στον Σκούμπη

Είχε δώδεκα μεγάλα τόξα που, πειθαρχημένα με ισάριθμα ανεβοκατεβάσματα, έζευγαν τις μακρινές όχθες. Ανάμεσα στα τόξα πάνω από κάθε βάθρο ανοιγόταν κι ένα παράθυρο. Όλα αυτά τα παράθυρα , ψηλά δεξιά και αριστερά τους, φιλοξενούσαν δύο ακόμη θυρίδες, μικρά τεταρτοκύκλια. Συνολικά δηλαδή, τριάντα τρία ολόκληρα ανοίγματα πέρα και πάνω από τα τόξα, κυριολεκτικά κεντούσαν το γεφύρι, που διάτρητο έπαιρνε όψη πέτρινης δαντέλας. “Μεγαλοπρεπής η γέφυρα ην έκτισεν ο Αχμέτ Κουρτ Πασσάς”...έγραφε ο Λαμπρίδης...κι εδώ το ταξίδι μας σταμάτησε. Μάλλον διακόπηκε γιατί ο Σκούμπης συνέχιζε το δρόμο του να βγει στη θάλασσα. Όμως εμείς δεν είχαμε άλλες πληροφορίες για γεφύρια ούτε οι συνθήκες επέτρεπαν ένα πιο ελεύθερο ψάξιμο.
Σίγουρα είναι, πως αν κάτι από αυτά αλλάξει αργότερα, θα επιστρέψουμε να συνεχίσουμε.
Προς το παρόν ταξιδεύαμε για Τίρανα! Έχοντας κλείσει δωμάτια εκεί, σε ένα καλό ξενοδοχείο, ελπίζαμε σε λίγες μέρες ξεκούρασης και ξενοιασιάς. Καμιά φορά, δύο μέρες...έντασης, όπως αυτές που ζήσαμε, ισοδυναμούν με ταλαιπωρία εβδομάδων. Άξιζε όμως ο κόπος! 

 Η παραπάνω εργασία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άπειρος Χώρα, αριθμ. Τεύχους 31, τον Απρίλιο του 2002.