Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου

Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου
Πετρογέφυρα: διαδρομές...της φύσης τα καμώματα...δημιουργήματα...μνήμες...αναφορές...βιώματα

Τιμή στους μάστορες, που άφησαν με τα εμπνευσμένα έργα των χεριών τους το ίχνος τους στην ιστορία της νεοελληνικής αισθητικής, σμιλεύοντας την πέτρα και δαμάζοντας το νερό της Πελοποννησιακής γης, με την απαράμιλλη τεχνική τους, τη φλόγα της ψυχής τους και το σεβασμό στη φύση.
Ας γνωρίσουμε αυτούς και τα έργα τους.

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Uzun koprusu – Μακρύ γεφύρι

   Είναι η μεγαλύτερη γέφυρα στον κόσμο, που συνέδεε τα βαλκάνια με την Κωνσταντινούπολη και την Ανατολία, στην περιοχή της Αδριανούπολης
Βρίσκεται πάνω από τον ποταμό Ergene (Εργίνης), παραπόταμο του Έβρου και κοντά στην περιοχή που το γεφύρι έδωσε το όνομά του.
Edirne Uzun koprusu. Μακρύ γεφύρι στην Αδριανούπολη. (Φωτο: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου)

Έχει χτιστεί από τον σπουδαίο αρχιτέκτονα της εποχής Muslihiddih, μεταξύ των ετών 1426 και 1443, επί σουλτάνου Μουράτ ΙΙ.
Φώτο πιο παλιάς εποχής.
 
Όταν κατασκευάστηκε είχε μήκος 1392 μέτρα, πλάτος 6,80  και είχε 174 καμάρες. Σήμερα έχει 172 τόξα και 1238,55 μέτρα μήκος.
Το γεφύρι μετά από μια μεγάλη "κατεβασιά".
 Οι καμάρες είναι ισλαμικής τεχνοτροπίας και άνισες μεταξύ τους. Έχει στηθαία, η βάση του είναι στρωμένη με πλάκες και είναι ανοιχτή στα μικρού και μεσαίου μεγέθους αυτοκίνητα.
Άποψη από τη μεριά της ομώνυμης πόλης. (Φωτο: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου)

Κατασκευάστηκε κυρίως για στρατιωτικούς λόγους, γιατί ο ποταμός Εργίνης ήταν φυσικό εμπόδιο μεταξύ Βαλκανίων, Κωνσταντινούπολης και Ανατολίας.
Μπροστά στον σιδηροδρομικό σταθμό Uzunkopru.

 
Καταγράφοντας το μακρύ γεφύρι.



Στη θέση της υπήρχε παλιά ξύλινη γέφυρα, που όμως σε περιόδους μεγάλων κατεβασμάτων του ποταμού ήταν επικίνδυνη για πεζούς και ζώα. Για το λόγο αυτό χτίστηκα η πέτρινη γέφυρα για να μπορεί, κυρίως ο οθωμανικός στρατός, να περνάει ανεμπόδιστα προς τα Βαλκάνια.
 
 Ας δούμε πως  περιγράφει την κατασκευή του γεφυριού ο μεγάλος μας λαογράφος Ν. Πολίτης: (1)
 
H επιγραφή με τον πρωτομάστορα, το χρόνο κατασκευής, το μήκος και τον αριθμό των τόξων.

 
Σημειώσεις-Βιβλιογραφία.
1. Νικ. Πολιτης.Παραδόσεις Α΄1904.
 
Για το Μακρύ γεφύρι δείτε το παρακάτω video:



Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

Τα γεφύρια στο Λειβάρτζι Καλαβρύτων

"Μόλις οι εργάτες που δούλευαν στο γιοφύρι ενημερώθηκαν για την επιστράτευση, παράτησαν εκεί τα εργαλεία τους (κασμάδες, φτυάρια, αξίνες κλπ) κι έφυγαν να δώσουν το παρόν στο κάλεσμα της Πατρίδας!" 
 Το όνομα του χωριού λέγεται ότι είναι Ελληνικό και προέρχεται από τη λέξη Λειβάδι, που ήταν αγροτικός οικισμός της αρχαίας Ψωφίδας. Βρίσκεται σε μια απότομη και χαραδρώδη κοιλάδα, στους πρόποδες “της Ψηλής Κορυφής”, παραφυάδας του Ερύμανθου. Υπήρξε άλλοτε έδρα του δήμου Ψωφίδας μέχρι το 1912.
Κατά μήκος του Λειβαρτζινού ποταμού ή Λειβαρτζινού Ερύμανθου και στην ευρύτερη περιοχή του χωριού υπήρχαν και λειτουργούσαν πέντε-έξι  ταμπακόμυλοι με εξαγωγή στη Γερμανία ταμπάκου μέχρι τη δεκαετία του '50, καθώς επίσης και έξι νερόμυλοι για την εξυπηρέτηση των κατοίκων. Υπάρχουν και σήμερα σε αχρησία αλλά σε άσχημη κατάσταση.
Τα γεφύρια του Λειβαρτζινού Ερύμανθου είναι:

Στον Άγιο Βασίλειο 

Βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του χωριού, στον Άγιο Βασίλειο, κοντά στις πηγές του ποταμού που διασχίζει το χωριό. Δεν υπάρχουν στοιχεία για το χρόνο κατασκευής του όπως και για τον δωρητή του.

Γεφύρι Αγίου Βασιλείου. (Φωτο: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου)
 Πιστεύεται ότι χτίστηκε με ντόπια υλικά πριν το 1930 και πιθανόν πριν τη δημαρχία Γεωργίου Αριστείδη Θούα, που ήταν γιατρός από το Λειβάρτζι, το 1914. Έχει υποστεί συντήρηση σχετικά πρόσφατα από τον Τάκη Κυριαζή (Μπάμπα-Τάκη), από το διπλανό χωριό Λεχούρι και είναι σε καλή κατάσταση. Συνέδεε τις δύο συνοικίες του Λιβαρτζίου, “Πετσαίοι” και “Απανάκρυ”. Είναι μονότοξο, η βάση του είναι σκαλωτή και δίπλα υπάρχει η πηγή του Αγίου Βασιλείου.

Καμάρα

Το γεφύρι βρίσκεται αριστερά, στο έμπα του χωριού επί του Λειβαρτζινού Ερύμανθου, που διασχίζει το χωριό και πηγάζει από την περιοχή “Σκουτέλι” και την πηγή “Κρουσταλλός”, που υδρεύει και το χωριό. Λέγεται έτσι γιατί το νερό είναι παγωμένο, “κρούσταλλο”, όπως λένε οι ντόπιοι/

Είναι μονότοξο, με διπλή σειρά από θολίτες και στηθαία, ενώ μας είναι άγνωστο πότε ακριβώς χτίστηκε.

Καμάρα στο Λειβάρτζι. (Φωτο: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου)
Πριν χτιστεί το γεφύρι αυτό, η "Καμάρα", υπήρχε άλλο παλιότερο γεφύρι, δυο μέτρα πιο πάνω, που έχει χτιστεί από τον Ανδρέα Πάππα το 1856, ντόπιο από τον συνοικισμό “Μισοχώρι” Λειβαρτζίου.(1) 
Η καμάρα, από το βιβλίο του Αθαν. Θ. Λέλου

 Ήταν έμπορος, έκανε λεφτά στην Πάτρα και κατόπιν προχώρησε σε διάφορες δωρεές προς το χωριό του. Έχτισε το γεφύρι αυτό, το άλλο στη θέση “Καμουτσάρη”, που τώρα είναι χωμένο, καθώς και τις δύο βρύσες "Πάνου" και "Κάτου" καμουτσάρη στην ίδια περιοχή. Το γεφύρι αυτό, το παλιό, παρασύρθηκε από το νερό του ρέματος και στη συνέχεια χτίστηκε, πριν τον πόλεμο του ΄40, το σημερινό, η λεγόμενη “Καμάρα” στο Λιβάρτζι.  
Ο ντόπιος, Βασιλόπουλος Λεωνίδας, πρώην δήμαρχος του τέως δήμου Αροανίας, μας αφηγείται ότι "...εκεί που βρίσκεται η κεντρική καμάρα στο Λειβάρτζι, στο σημείο εκεί που είναι και η βρύση, αυτή είναι η νεότερη καμάρα που έχει χτιστεί όταν παρασύρθηκε από τον ποταμό η πρώτη, που ήταν δωρεά του Ανδρέα Πάπα, που φτιάχτηκε το 1856. Το πότε παρασύρθηκε δεν το γνωρίζουμε, οπότε δεν έζησε για πολλά χρόνια η πρώτη καμάρα. Βρίσκεται όπως κοιτάζουμε την καμάρα από το δρόμο δύο μέτρα δεξιά, λίγο πιο κάτω...ήταν η παλιά καμάρα...παρασύρθηκε και φτιάχτηκε αυτή...πότε φτιάχτηκε δεν το γνωρίζω...πριν τον πόλεμο...προπολεμικά σίγουρα...".
Το γεφύρι και η βρύση. (Φωτο: ΑΓΠ).


Μπάρμπα-Τάκης Κυριαζής.

Έχει υποστεί κάποιες φθορές αλλά είναι σε καλή κατάσταση. Η μεγάλη και καταστροφική για την περιοχή πλημμύρα του 2003-2004 το καβάλησε αλλά δεν το γκρέμισε. Τη βρύση πλάι του την έχτισε o Tάκης Κυριαζής, μπάρμπας του Μήτσου του “Μποτζολή”, από το διπλανό χωριό Λεχούρι. (2)
Παραθέτω εδώ μια μαρτυρία ενός ντόπιου, μελετητή της ιστορίας και του πολιτισμού της περιοχής: 
"Η «Καμάρα» ήταν μεγάλου ύψους μονότοξο γεφύρι, που όμως η συσσώρευση φερτών υλικών ανέβασαν πολύ την κοίτη του ποταμού. Στη φωτογραφία της δεκαετίας του 1940, ή αρχές του 1950, είναι απάνω στη γέφυρα μια συγχωριανή μου με νεροβάρελο στον ώμο, που πιθανότατα πάει να το γεμίσει (ή μόλις έχει γεμίσει) από την παρακείμενη στην καμάρα φυσική πηγή.
Η πηγή αυτή υπήρχε μέχρι τις 11 του Σεπτέμβρη του 1990, που η μεγάλη νεροποντή άλλαξε το τοπίο. Τέσσερις συγχωριανοί μου, μάλιστα, υπήρξαν θύματα της μανίας του ποταμού. Η φωτογραφία είναι από το βιβλίου του Εκπαιδευτικού Αθ. Θ. Λέλου «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΨΩΦΙΔΟΣ ΚΑΙ ΛΕΙΒΑΡΤΖΙΟΥ», έκδοση 1953". (3)
Άλλη μια μαρτυρία μιας ντόπιας οφείλλω να αναφέρω εδώ: "...το πιο αγαπημένο μου μέρος στο Λειβάρτζι είναι εδώ... τί νερό έχω κουβαλήσει για το μαγαζί του πατέρα μου από την καμάρα. Και να φανταστείς ότι δεν υπήρχε βρύση επάνω όπως είναι τώρα...κατεβαίναμε καμια 15ριά σκαλιά και ήταν μια πηγή..από κει παίρναμε νερό...". (4).
   
 Χωμένη γέφυρα 
Λέγεται και γέφυρα του “Καμουτσάρη” ή "Καμαρούλα" και ήταν μονότοξη. Εξυπηρετούσε το μονοπάτι της Αγίας Τριάδας με το Λιβάρτζι και είναι χωμένο λόγω της αλλαγής της κοίτης του ρέματος, που χύνεται στον Λειβαρτζινό Ερύμανθο.
Χτίστηκε το 1856 και δίπλα υπάρχει βρύση, που και αυτή ήταν χωμένη αλλά ξεσκεπάστηκε τελευταία.
"Κάτου Βρύση", στη θέση Καμουτσάρι. (Φωτο: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου)
  Υπάρχει επί πλέον μία ακόμη βρύση, η “Απάνου βρύση”, που και αυτή χτίστηκε με δωρεά του Ανδρέα Πάπα. "Έτερος σύγχρονος ευεργέτης είναι ο εκ Μεσοχωρίου Ανδρέας Πάπας, θανών εν Πάτραις προ του 1880. Ούτος εργασθείς ως οινοπνευματέμπορος και πλουτίσας κατεσκεύασε το 1856 την λιθίνην γέφυραν του χωρίου, παρά την παλαιάν μικράν τοιαύτην (Την καμάρα στο Λειβάρτζι). Επίσης τας κρήνας Μεσοχωρίου, Λεύκου και το Καμουτσάρι μετά δύο κρηνών, μιας επί της οδού της φερούσης τότε εις τους αγρούς, παρά την χωσθείσαν γέφυραν, και ετέρας επί του πλακοστρώτου χώρου, έργον του ιδίου"(5). Η "Κάτου βρύση" ξεχώθηκε σχετικά πρόσφατα (1988) επί δημαρχίας Λεωνίδα Βασιλόπουλου.
Η “Απάνου” βρύση έχει υποστεί μεγάλες φθορές και επιπλέον έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο μνημείο. Η "Κάτου βρύση" είχε χωθεί από την ίδια κατεβασιά που χώθηκε και η ¨Καμαρούλα”. Την “Κάτου” βρύση ξανάχτισε ο μπάρμπα-Τάκης Κυριαζής και έβαλε πάνω την παλιά πλάκα με την επιγραφή που αναφέρει το όνομα του δωρητή και το έτος κατασκευής. Μάλιστα ο Δουδούμης γράφει “πως γνωρίζοντας ο Ανδρέας Πάππας την αγνωμοσύνη των χωριανών του, άφησε ο ίδιος το όνομά του στα έργα του”.
Η “Απάνου” Καμουτσάρη ήταν τόπος αναψυχής των Λειβαρτζινών.(6)
Και η βρύση και το γεφύρι έγιναν με δωρεά του Λειβαρτζινού Ανδρέα Πάππα, από τον συνοικισμό “Μισοχώρι” του χωριού, όπως και η "Καμάρα" (η παλιά γέφυρα) στο Λιβάρτζι.

Ξυλογέφυρο στο Λειβαρτζινό

Πρόκειται για παλιά γέφυρα με πέτρινα βάθρα και ξύλινη βάση. Υπάρχουν ακόμη τα τρία βάθρα της και μόλις διακρίνεται το τέταρτο. Όχι για πολύ όμως, γιατί χρόνο με το χρόνο κονταίνουν, αφού οι ντόπιοι αφαιρούν όλο και πιο πολλές πέτρες για δική τους χρήση.
Έγινε επί δημαρχίας Γεωργίου Αριστείδη Θούα, στις αρχές του 20ού αιώνα. Βρίσκεται στην τοποθεσία “Διπόταμο” ή “Λέλου Χαλιά”, γιατρού από το Λειβάρτζι, στην περιοχή Λειβαρτζινό, που ανήκει στην ευρύτερη περιφέρεια Λειβαρτζίου. Όταν έγινε ο καινούργιος δρόμος Πύργου-Ολυμπίας-Καλαβρύτων, το Ξυλογέφυρο έπεσε σε αχρησία και ο καθένας έπαιρνε τα ξύλα της βάσης και τις πέτρες από τα βάθρα και έτσι καταστράφηκε. Εξυπηρετούσε τα χωριά του κάμπου με τα Καλαβρυτοχώρια, οι κάτοικοι των οποίων περνούσαν από εκεί για τις δουλειές του κάμπου σταφίδα, αμπέλια, ελιές κλπ. Η Ξυλογέφυρα έγινε γιατί ήταν αδύνατο το χειμώνα να περάσει κανείς λόγω του πολύ νερού και των συχνών “κατεβασμάτων” του ποταμού.
Ξυλογέφυρο στο Λειβαρτζινό. (Φωτο: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου)
  Η περιοχές “Λειβαρτζινό” και “Σέλτσα”(ή Σέλιτσα, που είναι σλαυϊκή λέξη κατά τον Περικλή Π. Δουδούμη) (7) λίγο πιο πάνω, βρίσκονται στις νοτιοανατολικές παρυφές του Ερύμανθου, στην είσοδο του δρόμου για τα χωριά Λειβάρτζι, Λεχούρι και του οικισμού Κερασιάς (Κερέσοβα). Παλιά, το χειμώνα οι κάτοικοι αυτών των χωριών συνήθιζαν να κατεβάζουν τα ποίμνιά τους(«τα πράματά τους») εδώ για να ξεχειμωνιάσουν, γιατί ο χειμώνας ήταν πιο μαλακός και το χιόνι λιγότερο.
Η παλιά γέφυρα με την ξύλινη βάση ένωνε τις δύο όχθες του ποταμού που ερχόταν από Λεχούρι και Λειβάρτζι, με νερό όλο το χρόνο και οι σπουδαιότερες πηγές του είναι ο “Κρουσταλλός” στο Λειβάρτζι και το “Κεφαλόβρυσο” στην περιοχή “Διλιβίνα” στο Λεχούρι. 
Λειβαδίτικη γέφυρα
Χτίστηκε για να ενώσει το συνοικισμό του Λειβαδίου με το χωριό και τον υπόλοιπο κόσμο. Τα βάθρα του είναι πέτρινα και οι ντόπιοι θυμούνται, που τους έλεγαν οι παππούδες τους ότι χτίστηκαν από Ηπειρώτες μαστόρους, ενώ η βάση του είναι από τσιμέντο.(8) 
Γεφύρι Λειβαδίου. (Φωτο: Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος)
Είναι πολύ πιθανόν να χτίστηκε τέλος του 19ου, αρχές 20ου αιώνα.
 Ηπειρώτες μαστόροι έχουν χτίσει πολλά σπίτια στο Λιβάρτζι, μεταξύ των οποίων και το σπίτι του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου, εντοιχίζοντας μάλιστα και την υπογραφή τους.
Η εντοιχισμένη πλάκα. Ευγενική προσφορά του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου.
   Συγκεκριμένα το σπίτι του παραπάνω χτίστηκε από τον Ηπειρώτη πρωτομάστορα Κωνσταντίνο Ευθυμίου, γνωστότερο στο Λειβάρτζι και τη γύρω περιοχή σαν “Μαστροκώστα”, ο οποίος έχτισε πολλά σπίτια στην ευρύτερη περιοχή.
Η εντοιχισμένη επιγραφή στο σπίτι του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου λέει μεταξύ ενός λαξευμένου σταυρού:
ΙΟΥΝΙΟΥ 1
1937
Κ. ΕΥΘ. (9) 

Γεφύρι Λειβαρτζινού ή Τσάγανου.
Βρίσκεται στη θέση Λειβαρτζινό και τα βάθρα του είναι πέτρινα ενώ η βάση του από τσιμέντο.
 “Το γιοφύρι αυτό είναι έργο μεγάλης οικονομικής σημασίας για την περιοχή. Αξίζει να αναφέρουμε ότι: Α. Στις 28 του Οκτώβρη του 1940 η κατασκευή του είχε ολοκληρωθεί. Έλειπαν μόνο δύο τμήματα των προστατευτικών κιγκλιδωμάτων, τα οποία τοποθετήθηκαν πολύ αργότερα, στη δεκαετία του 1980. Β. Σύμφωνα με μαρτυρίες μεγαλύτερων, τα κιγκλιδώματα “έμειναν στη μέση”, γιατί κηρύχθηκε η επιστράτευση του 1940. Μόλις
οι εργάτες που δούλευαν στο γιοφύρι ενημερώθηκαν για την επιστράτευση, παράτησαν εκεί τα εργαλεία τους (κασμάδες, φτυάρια, αξίνες κλπ) κι έφυγαν να δώσουν το παρόν στο κάλεσμα της Πατρίδας!” (10) 
Γεφύρι Λειβαρτζινού ή Τσάγανου. (Φωτο: Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος)
  Το όνομά του είναι πιθανόν να το πήρε από τον κάτοχο του καφενείο δίπλα στο γεφύρι.
Το Λειβαρτζινό ποτάμι ενώνεται με το ποτάμι του Ελουκού, λίγο πιο κάτω από το ξυλογέφυρο στο Λειβαρτζινό και ενώνεται στα Τριπόταμα με τον Ερύμανθο. Η ονομασία Ελουκού προέρχεται από το έλος, λόγω του ότι παλιά η περιοχή της “Σέλτσας” ήταν πλημμυρισμένη από νερά, έλος δηλαδή. Αργότερα έγινε ο τωρινός κάμπος.
Το ποτάμι του Ελουκού έχει τις τρεις κύριες πηγές του μεταξύ Σοποτού και Αγριδίου στο ξωκκλήσι της Παναγίας στο Λιβάδι, λίγο πιο κάτω, στο μύλο του Λούκου που δούλευε με αυτό το νερό και κοντά στον Καλογερικό μύλο, στην περιοχή “Μυρτζίνο”.
Για τη λειτουργία και τη χρησιμότητα στην ανάπτυξη της περιοχής των ταμπακόμυλων και των νερόμυλων της περιοχής του Λειβαρτζίου διαβάζουμε ότι: "...εν αντιθέσει δε προς το -πενίη άνδρα δάμνυσι- τουναντίον οι συμπολίται μας πενόμενοι...υπερανδρούνται!. Ενώ εις παλαιοτέραν εποχήν το Λειβάρτζιον ήκμαζε, διότι είχε πεδιάδα την νυν μεταβεβλημένην εις ποταμιάν πλέον των 3000 στρεμμάτων, εκ της διατηρήσεως των πέριξ δασών, αλλά δια της καλλιεργείας του καπνού και της μεταποιήσεως ή βιομηχανοποιήσεως τούτου εις ταμπάκον. Πεντάς εργοστασίων (ταμπακομύλων) υδροκινήτων ειργάζετο νυχθημερόν διακρινομένων των μύλων Τσέκουρα, Αριστ. Θούα, Μήτρου Αρβανίτη, Ζήσου, Σωτ. Θούα και Ξαντάκη Καλλιακούδα, εφοδιαζόντων με τους εν τη εξοχική θέσει ¨Παραβόλα¨των Πατρών ομοίους των Ραβαζούλα εκ Μωραχόβης και Κούλη εκ Νουσάς ολόκληρον την Πελοπόννησον. Παρήγε δε τότε το Λειβάρτζιον περί τας 40-50.000 οκ. καπνού πωλουμένου προς 1,20-2 δρ. κατ' οκάν, εκ της πωλήσεως δε του ταμπάκου προς 3,60-4 δρ. κατ' οκάν εισήγε περί τας 150-200.000. Δεν απελάμβανον δε οι παραγωγοί μόνον εκ της πωλήσεως του καπνού, ήτοι του λεγομένου ξεφυλλίσματος δηλ. της αφαιρέσεως των ινών, την οποίαν εργασίαν εξετέλουν μικρά κοράσια 12-15 ετών πληρωνόμενα προς 50 λ. ημερησίως, ποσόν ουκ ευκαταφρόνητον δια την τότε εποχήν.
Δυστυχώς από του 1892 επί Κυβερνήσεως Τρικούπη επεβλήθη φόρος βαρύς επί του ταμβάκου, αλλά και ως εκ της οσημέραι ελλατουμένης παρά των νεωτέρων της χρήσεως του ταμπάκου αντικαθισταμένης δια του σιγαρέτου, μέχρι στειρεύσεως και αχρηστεύσεως του είδους τούτου μεταβληθέντων των ταμπακομύλων εις αλευρόμυλους. Τελευταίος παρέμεινεν εν τη ενασκήσει των καθηκόντων του ο μύλος Καλλιακούδα, υποκύψας και αυτός εις το μοιραίον εν τέλει!.
  Και εγένοντο μεν απόπειραι αναζωογονήσεως ευγενών ειδών καπνού Καβάλας εν έτει 1903 υπό του ενωρίς εκλιπόντος συμπολίτου μας, πνεύματος κατ' εξοχήν επιχειρηματικού, μακαρίτου Α. Παπαμικροπούλου, ήτις επέτυχε θαυμασίως. Αλλά μοιραίαι συμπτώσεις, αφ' ενός απραξία των αγορών και υπερπαραγωγή των μεγάλων κέντρων δεν ηυνόησε την πώλησιν και ούτω εσταμάτησεν η καλλιέργεια...". (11)

Σημειώσεις-βιβλιογραφία 
(1). Οι πληροφορίες εδόθησαν από τον  Λεωνίδα Βασιλόπουλο, ντόπιο, τ. δήμαρχο πρώην δήμου Αροανίας, στις 24/08/09
(2). Πληροφορίες από τον ντόπιο Θόδωρο Κακαβά. 
(3). Οι πληροφορίες στον γράφοντα από τον ντόπιο Νίκο Χρ. Παπακωνσταντόπουλο, όπως και η φωτογραφία.
(4). Δήμητρα Καζαζάκη. Μαρτυρία στον γράφοντα.
(5).  Αθανασίου Θεοδ. Λέλου. Ιστορία Αρχαίας Ψωφίδας και Λειβαρτζίου. Αθήναι 1953. Σελ.173,174.
(6). Μαρτυρία στον γράφοντα του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου.
(7). Ιστορία της Κωμοπόλεως Λειβαρτζίου των Καλαβρύτων. Περικλή Π. Δουδούμη ή Ντουντούμη. Εν αθήναις τη 25 Μαρτίου 1941, σελ.14.
 Ομοίως.
(8). Μαρτυρία στον γράφοντα του Ν. Χρ. Παπακωνσταντόπουλου.
(9). Ομοίως.
(10). Ομοίως. 
(11). Περικλή Π. Δουδούμη ή Ντουντούμη. Ιστορία της Κωμοπόλεως Λειβαρτζίου των Καλαβρύτων. Εν Αθήναις τη 25 Μαρτίου 1941. Σελ. 165 και 166. Πανομοιότυπη με την αρχική έκδοση, επανέκδοση του έργου από το Σύλλογο Λειβαρτζινών Αθήνας το 1986.
Περισσότερα για την Καμάρα στο Λιβάρτζι και την Χωμένη γέφυρα στα παρακάτω video: 

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Γεφύρια Σειραίου ποταμού

Ο ποταμός Σειραίος ή Βερτσιώτικο ποτάμι ή Δεχουνέϊκο ποτάμι ή σκέτο «Ποταμιά», είναι το τρίτο βασικό πλοκάμι του ποταμού Ερύμανθου (τα άλλα δύο είναι το Νουσαίτικο και το Λιβαρτζινό ποτάμι και που τα τρία ενώνονται στα Τριπόταμα), που οι πηγές του βρίσκονται στα χωριά Σειρές, Πάος, Δεχούνι (κυρίως η πηγή Στέρνα) και Βεσίνι. Στην πορεία του δέχεται τα νερά από τα χωριά Βερσίτσι, Αλέσταινα και Λόπεσι. Έχει νερό όλο το χρόνο, αποτελώντας πηγή ζωής και βασικό παράγοντα ανάπτυξης της τοπικής αγροτικής οικονομίας.
Επί του ποταμού Σειραίου υπάρχουν τα παρακάτω πέτρινα γεφύρια:

Γεφύρι Αγίου Βασιλείου
  Βρίσκεται στο συνοικισμό Άγιο Βασίλειο του χωριού Πάος, του δήμου Καλαβρύτων, επί του Σειραίου ποταμού ή Δεχουνέικο ποτάμι, που λέγεται έτσι από το ομώνυμο διπλανό χωριό. 
Γεφύρι Αγίου Βασιλείου. (Φωτο: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου)
   Ονομάζεται και γεφύρι της «Σανίδας» από την ονομασία της περιοχής. Είναι καλυμμένο με τσιμέντο 20 εκατ. στη βάση του. 
 
Από ανάντη. (Φωτο: ΑΓΠ)

  Οι ντόπιοι λένε ότι χτίστηκε επί Τουρκοκρατίας και είναι παρόμοιο με το “Τουρκοφέφυρο”, που βρίσκεται δύο χιλιόμετρα περίπου δυτικότερα, προς το χωριό Πάος, χωρίς να μας είναι γνωστό το όνομα του πρωτομάστορα.
  Είναι καταβιβασμένο για να επιτευχθεί επίπεδο κατάστρωμα, χωρίς στηθαία και μια σειρά θολίτες..
  Εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί τους κατοίκους των χωριών Πάος, Άγιος Βασίλειος και Δεχούνι στις αγροτικές τους εργασίες.

Τουρκογέφυρο στις Σειρές
  Βρίσκεται κοντά στο χωριό Σειρές σε υψόμετρο 580 μέτρων,  μονότοξο και σε καλή κατάσταση.  
  Κατασκευάστηκε το 1890 και εξυπηρετούσε - και ακόμα εξυπηρετεί- τους κατοίκους των χωριών Σειρές, Δεχούνι, Πάος, Βεσίνι, κλπ.  
  Γεφυρώνει τον ποταμό Σειραίο ή Βερτσιώτικο ποτάμι ή σκέτο “Ποταμιά” στη θέση “Παπαθανάση”, στο δρόμο προς το μύλο “Μάρκου”. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τον δωρητή του και τον κατασκευαστή του.
Τουρκογιόφυρο στις Σειρές. (Φωτο: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου)
    Είναι και αυτό καταβιβασμένο, με μια σειρά καμερολιθιών και χωρίς στηθαία.
  Σείραι ή Σειρές, ήταν αρχαία πόλη των Αζανών της αρχαίας Αρκαδίας, της επαρχίας και του Δήμου Καλαβρύτων σήμερα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, που πέρασε από την περιοχή, οι “Σείραι” ήταν Αρκαδική πόλη στη χώρα του Κλείτορα και στα σύνορα με την Ψωφίδα, επίσης Αρκαδική πόλη. Η πόλη βρισκόταν δίπλα στο δάσος του Σόρωνος και κοντά της υπήρχαν τα ερείπια της πολίχνης Πάος. Ήταν κατά την αρχαιότητα μία από τις δεκατέσσερεις πόλεις της Αρκαδικής Αζανιάδας.
Από κατάντη. (Φωτο: ΑΓΠ).
  Οι Σειρές (Βερσίτσι μέχρι το 1928) είναι χτισμένες σε υψόμετρο 940 μέτρων σε μιά δυσπρόσιτη και μαγευτική πλαγιά της Βερσιτσιώτικης οροσειράς του “Μελισσού” ή “Αηλιά”, που μοιάζει με αετοφωλιά. Η ονομασία Βερσίτσι είναι σλάβικο τοπονύμιο, που σημαίνει τόπο με πολλά και κρύα νερά. Οι διάφορες σλαβικές ονομασίες στην ευρύτερη περιοχή της Αροανίας και σε άλλα μέρη της Πελοποννήσου αποτελούν κατάλοιπο της εγκατάστασης των Σλαύων ποιμένων και ξυλοκόπων του 9ου μΧ αιώνα, οι οποίοι συγχωνεύθηκαν από το ντόπιο στοιχείο.
   Την ύπαρξη των παραπάνω γεφυριών στον ποταμό Σειραίο αναφέρει και ο Γεώργιος Παπανδρέου λέγοντας ότι "...επί δε του Σειραίου έχει και 2 γεφύρας." (1)  

Σημειώσεις-βιβλιογραφία 
1. Γεωργίου Παπανδρέου. Δ.Φ. Γυμνασιάρχου. 1928. Ιστορία των Καλαβρύτων, Β' έκδοση από την Κοινωφελή Δημοτική Επιχείρηση Πολιτιστικής Και Κοινωνικής Ανάπτυξης Και Ποιότητας Ζωής Δήμου Καλαβρύτων (ΔΕΠΑΠΟΖ). Καλάβρυτα 2011, σελ.348.


Περισσότερα για τα δύο γεφύρια στα video:


Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Τουρκογέφυρο στο "Δομοκό".


Ένα ιστορικό γεφύρι στο Βιδιάκι Γορτυνίας
"...το εγχείρημα των εχθρών να περάσουν στη Γορτυνία απέτυχε, γιατί στο γεφύρι του Βιδιακίου τους πολέμησαν οι Έλληνες...τους εχτύπησαν φονεύσαντες 25, συνέλαβαν και τρείς ζώντας και δύο άτια...Έλληνες εφονεύθηκαν τρείς. Το σχέδιόν τους κατά της Πέρα μεριάς εματαιώθη…"
Το γεφύρι στο “Δομοκό” αποτελεί συνέχεια του εις την ίδια θέση υπάρχοντος προγενέστερου (ή προγενέστερων) γεφυριού, του “Τουρκογέφυρου”, που βρισκόταν πέντε μέτρα νότια και εξυπηρετούσε άμεσα τις ανάγκες των περιοχών των δύο πλευρών του Ερύμανθου μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας και ίσως ακόμη πιο πέρα. Σώζεται το δυτικό βάθρο του και διακρίνονται ίχνη του ανατολικού.
“...αλλά, πέντε μέτρα πιο κάτω από το γεφύρι (του “Δομοκού”) υπάρχει πόδι άλλο, του παλαιότερου γεφυριού, που υπήρχε από πριν...παλιά...το “Τουρκογιόφυρο”, όπως το λέγανε. Διακρίνονται τα θεμέλια του παλιού, του “Δυτικού”, που εξυπηρετούσε άμεσα τις ανάγκες της εποχής εκείνης. Της Θελπουσίας από τη μεριά της Γορτυνίας και της Ακρωρείας (Ακρώρεια ονομαζόταν κατά την αρχαιότητα η περιοχή μεταξύ του Σανταμεριάνικου βουνού και του όρους Αστράς, δηλαδή η περιοχή γενικά της σημερινής Λαμπείας και Πηνείας, η ορεινή χώρα -άκρα-όρος - με σπουδαιότερη πόλη τη Λασσιώνα =περιοχή πυκνή σε δάση και δένδρα, στο οροπέδιο της Φολόης στην Κάπελη, ερείπια της οποίας διακρίνονται στη θέση Κούτι-Παλαιόκαστρο κοντά στο χωριό Κούμανι αλλά και τις πολίχνες Θραιστός, Άλιον, Ευπάγιον και Οπούντα. (Η Ακρώρεια εκτεινόταν από το οροπέδιο της Φολόης μέχρι το κάτω τμήμα του τ. δήμου Λαμπείας και ίσως να έφτανε μέχρι του δήμου Τριταίας  του νομού Αχαΐας ) από τη μεριά της Ηλείας. Εκεί έγινε μάχη φονική το 1827, τον Ιούλιο, μεταξύ του στρατού του Ιμπραήμ με τον Ντελή Αχμέτ και των Ελλήνων με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη κλπ...με τους Έλληνες να έχουν τους Τούρκους σε απόσταση ενός “τήρου” τουφεκιάς...τήρος είναι το βεληνεκές του τουφεκιού...(από το τηράω, βλέπω).Το γεφύρι ονομαζόταν “Τουρκογιόφυρο” γιατί μάλλον χτίστηκε επί Τουρκοκρατίας...δεν ξέρουμε...μπορεί να ήταν και παλιότερο...της Βυζαντινής εποχής...διότι υπήρχε εκεί στη Βυζαντινή εποχή γεφύρι...υπήρχε και στον Πελοποννησιακό πόλεμο...πέρασαν από το σημείο εκείνο, όπως λέει ο Διόδωρος, οι Σπαρτιάτες και εβάδισαν κατά της Ηλείας κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο...”(1)
Το Δυτικό βάθρο του Τουρκογέφυρου. (Φωτο: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου)
Στον Αρκαδο – Ηλειακό πόλεμο (365 – 364 πχ), οι Αρκάδες μέσω του γεφυριού αυτού (2) σπεύδουν προς την περιοχή της Λασσιώνας (Λάσιος, πυκνός από δέντρα τόπος, το σημερινό δρυοδάσος της “Κάπελης”) και καταδιώκουν τους Ηλείους προς την Ολυμπία, καταλαμβάνοντάς την καθώς και τις άλλες πόλεις της, Θραιστόν, Άλιον, Ευπάγιον και Οπούντα, ενώ κατά τον Συμμαχικό πόλεμο (220 -217 πχ) το γεφύρι είναι το αμφίδρομο πέρασμα των Μακεδόνων του βασιλειά Φιλίππου του Ε', προς Στράτο, Λασσιώνα, Ολυμπία.
“...το μέρος ένθα Φίλιππος διέβη τον Ερύμανθον, μεταβαίνων από Λασσιώνα (Λασσιώνα από το λάσιος=πυκνός) προς Στράτον, δεν γνωρίζωμεν, δια το αδύνατον της διαβάσεως του ποταμού εν χειμώνι, υπό στρατού. Συμπεραίνομεν ότι υπήρχε γέφυρα τις, κάτωθι του χωρίου Βιδιακίου, δι' ης διέβη τούτον...”(3).
Επιπλέον κατά την πολιορκία της σπουδαίας πόλης Ψωφίδας αναφέρεται ότι ο Φίλιππος επειδή δίσταζε λόγω της οχυρής θέσης της να πραγματοποιήση απ' ευθείας επίθεση "...δια τούτο αυτήν την γνώμην ακολουθήσας διεταξε τους Μακεδόνας λίαν πρωί όλοι να προγευματίσουν και διασκορπισμένοι να είναι έτοιμοι. Μετά ταύτα, αφού διέβη την επί του Ερυμάνθου γέφυραν, χωρίς να τον εμποδίσει κανείς δια το ανέλπιστον της επιθέσεως. Έφθασε πλησίον αυτής της πόλεως μετά δραστηριότητος και καταπληκτικότητος". (4)
Χρήση της γέφυρας γίνεται από τους Γότθους του Αλάριχου (4ος αιώνας μχ), τους Φράγκους ιππότες της βαρονίας της Άκοβας, τους Βυζαντινούς και τους κλέφτες και αρματολούς κατά την Τουρκοκρατία.
Το 1792, τετρακόσιοι ρουμελιώτες του καπετάν – Ανδρούτσου, με τη βοήθεια του ονομαστού καπετάνιου της περιοχής Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, περνούν από το γεφύρι του Βιδιακίου για τη Βοστίτσα(Αίγιο) κυνηγημένοι από τους Τούρκους ενώ με τη λειτουργία των μπαρουτόμυλων της Δίβρης (Λαμπεία), το νυχτερινό πέρασμα των Ελλήνων επαναστατών είναι συχνότατο.
Το 1809,”οι Λαλαίοι – ανιχνευτικό απόσπασμα πρώτα και ικανή δύναμη την επομένην - πέρασαν από το χωριό μας, άρπαξαν ότι μπόρεσαν και αγγάρεψαν χωρικούς για το Πέτα...Εκείθεν δια Δομοκού, έφθασαν αθέατοι στην Κάτω Μονή Δίβρης. Καλόγερος, ή τυχαίος διαβάτης, τους αντελήφθη και με φωνές ειδοποίησε τους Διβριώτες, οι οποίοι έσπευσαν πάνοπλοι και ανάγκασαν τους εχθρούς να τραπούν εις φυγήν, αφού προηγουμένως έκαψαν την Μονήν”.(5).
Το 1827, 21 Ιουλίου, επτά χιλιάδες Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ Πασά υπό τον Ντελή – Αχμέτ και μαζί τους πολλοί τουρκοπροσκυνημένοι υπό τον περιβόητο Νενέκο, που ήσαν στρατοπεδευμένοι στην περιοχή “Διβραίικα Αμπέλια”, απέναντι στην πλευρά της Ηλείας, επιχειρούν να περάσουν στη Γορτυνία, το προπύργιο του Θ. Κολοκοτρώνη, από το γεφύρι. Ο γιός του Κολοκοτρώνη, Γενναίος(Ιωάννης), καταφθάνει από Λιβάρτζι – Τριπόταμα(Ψωφίδα) και με 2.500 άνδρες πιάνει τα απέναντι χωριά Παραλογγοί και Βιδιάκι και επιτίθεται στο εχθρικό τμήμα, που κατηφορίζει προς το γεφύρι. Τους στρίμωξαν στη στενοκοπιά του γεφυριού και μετά από σκληρή μάχη οι Τούρκοι “τσακίζουν” και οπισθοχωρούν καταδιωκόμενοι προς “Ρούτελη”, “Αη – Γιαννάκη και “Μάρμαρα”. Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης την επομένη, 22 Ιουλίου 1827, γράφει στον πατέρα του: “...το εγχείρημα των εχθρών να περάσουν στη Γορτυνία απέτυχε, γιατί στο γεφύρι του Βιδιακίου τους πολέμησαν οι Έλληνες...τους εχτύπησαν φονεύσαντες 25, συνέλαβαν και τρείς ζώντας και δύο άτια...Έλληνες εφονεύθηκαν τρείς. Το σχέδιόν τους κατά της Πέρα μεριάς εματαιώθη.”
Το Ανατολικό βάθρο. (Φωτο: ΑΓΠ)
Μετά τη μάχη στο γεφύρι του “Δομοκού”, οι Έλληνες με τους γνώστες του τόπου Βιδιακίτες, από Δομοκό και Ντάλομη, πέρασαν απέναντι κατά των υποχωρούντων εχθρών και...λέει στα απομνημονεύματά του ο Γενναίος Κολοκοτρώνης. “...η εμπροσθοφυλακή μου έφθασεν εις Νεμούταν την οποίαν καύσαντες οι εχθροί, ηθέλησαν να περάσουν από το γεφύρι της Νεμούτας (Σειντάγα) αλλ' ευρεθέντες οι Νεμοτιάνοι και ο Παπαγεωργάκης (Καπετάνιος από το Μοναστηράκι), παρ' εμού απεσταλμένος εις τα εκεί, τους εκτύπησεν και οπισθοδρόμησαν”.(6)
Οι μαρτυρίες αυτές είναι σημαντικές γιατί μας λένε ότι το 1827 το γεφύρι υπήρχε. Άγνωστο είναι πότε γκρεμίστηκε. Δεν μας είναι γνωστό επίσης πως ήταν το γεφύρι σ΄ όλες του τις φάσεις. Κάποιοι γεροντότεροι, από μαρτυρίες των παππούδων τους, λένε ότι ήταν ξυλογέφυρο, με πέτρινα βάθρα, όπως ακριβώς ένα εξ αυτών υπάρχει σήμερα.

Σημειώσεις - Βιβλιογραφία

(1).  Αφήγηση στον γράφοντα από Κ.Ι. Κηπουρό.
(2).  Ξενοφών. «Ελληνικά». Ζ 4-12
(3).  Γ. Παπανδρέου Δ.Φ. Γυμνασιάρχου. "Αζανιάς". Εν Πύργω εκ του τυπογραφείου της εφημ. Ηλείας. Σελ. 32. 1986
(4).  Αθανασίου Θεοδ. Λέλου. Ιστορία Αρχαίας  Ψωφίδος και Λειβαρτζίου. Αθήναι 1953. Σελ.48
 (5)Γ. Χρυσανθακόπουλος. «Η Ηλεία επί τουρκοκρατίας» σελ. 135
(6).  Κ.Ι. Κηπουρός. «Βιδιάκιον Γορτυνίας. Η γενέτειρά μου». Αθήνα 1988.