“Τα
Λαγκάδια, αληθινό πέτρινο κομψοτέχνημα,
χρωστάνε το όνομά τους στις βαθιές
χαράδρες που έχουν δημιουργήσει τα
λαγκάδια, τα ρέματα και οι χείμαρροι
της περιοχής”
Στην
ευρύτερη περιοχή των σημερινών Λαγκαδίων
υπήρχε κατά την αρχαιότητα η πόλη
“Τευθίς”,
οι κάτοικοι της οποίας πήραν μέρος στον
Τρωικό πόλεμο με τους Αρκάδες και είχαν
αρχηγό τους τον Αγαπήνορα.
Κατά τον
Παυσανία, υπήρχε εκεί άγαλμα και ναός
της Αθηνάς καθώς επίσης και της Αφροδίτης
και της Αρτέμιδας. Από εκεί περνούσε η
περίφημη οδός Σπάρτης – Μεγαλόπολης –
Μεθυδρίου – Τευθίδος – Ηραίας –
Ολυμπίας, που οδηγούσε τους Πελοποννησίους
στο ιερό της Ολυμπίας και τους Ολυμπιακούς
αγώνες.
Με την ίδρυση
της Μεγάλης Πόλης (Μεγαλόπολη) από τον
Επαμεινώνδα (το 371 μ.χ μετά τη μάχη στα
Λεύκτρα), η Τευθίς έπεσε σε παρακμή.
Η περιοχή κατά
τους χρόνους της φραγκοκρατίας αποτελούσε
ένα από το ιπποτικά φέουδα της βαρονίας
της Άκοβας.
Πρώτη αναφορά
για τα Λαγκάδια γίνεται το 1693 στον κώδικα
της μονής Αιμυαλών και για την ίδρυσή
τους υπάρχουν οι παρακάτω εκδοχές.
Κατά την
πρώτη, στην φραγκοκρατία
ο ιππότης Dε lienne
έφερε
Φράγκους τεχνίτες για
να χτίσουν το κάστρο της Άκοβας. Οι
τεχνίτες παρέμειναν στην περιοχή και
μαζί με τους απογόνους του ιππότη ίδρυσαν
τα Λαγκάδια. Όπως όμως έχει αναφερθεί,
η θεωρία αυτή δεν είναι αποδεκτή, λόγω
κυρίως της σχετικά μεγάλης απόστασης
των δύο θέσεων.
Το γυμνάσιο |
Κατά
την δεύτερη,ένας
Έλληνας από τη Σμύρνη, γραμματέας του
παραπάνω ιππότη, απήγαγε την κόρη του
και εγκαταστάθηκε μαζί με άλλους φίλους
του στη θέση “Τα
Λαγκάδια”,
όπου ο αρχικός μικρός οικισμός εξελίχθηκε
σε σημαντική κωμόπολη.
Κατά
την τρίτη
εκδοχή, τα Λαγκάδια χτίστηκαν κατά τα
πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας στις
αρχές του 16ου αιώνα.(1)
Υπάρχει
όμως και τέταρτη
άποψη, κατά την οποία οι λαγκαδινοί
κατέβηκαν από τη Θράκη και η ονομασία
του χωριού αναφέρεται ίσως για πρώτη
φορά στα Οθωμανικά κατάστιχα του 1570,
όπου παρουσιάζεται να έχει 46 σπίτια.
Αλλά
και μια πέμπτη
ακόμη εκδοχή λέει ότι ένας πρόγονος των
Δεληγιανναίων ο Πέτρος Λίτινος, που
ήταν γραμματέας του Αϊδίν αγά, πήρε
μέρος στην κατάληψη της Πελοποννήσου
από τον Μωάμεθ τον Β' και για τις υπηρεσίες
του ανταμείφθηκε με γη στην περιοχή της
Γορτυνίας, όπου και έμεινε. Ίσως πρόκειται
για το ίδιο πρόσωπο με τον Έλληνα από
τη Σμύρνη, γραμματικό του ιππότη De
lienne. Ο απόγονός του,
παππάς Ιωάννης Λίτινος (παππούς του
κοτζάμπαση Ιωάννη Παπαγιαννόπουλου ή
Δεληγιάννη), θεωρείται ο οικιστής της
“Πάνω” γειτονιάς των Λαγκαδίων.
Πιο
πιθανή όμως φαίνεται να είναι η άποψη
ότι τα Λαγκάδια δημιουργήθηκαν γύρω
στα 1500 με τη συνένωση των μικρών οικισμών
της περιοχής και ειδικότερα των δύο
μεγαλυτέρων απ' αυτούς, Κρέσπη
και Δράϊνα.
Στα
Οθωμανικά κατάστιχα του 1570, όπως
προαναφέρθηκε, ο οικισμός αναφέρεται
να έχει 46 σπίτια.
Κατά
την απογραφή του 1700, οι κάτοικοι των
Λαγκαδίων ανέρχονται στους 207 με την
προσθήκη 8 οικογενειών από τον διπλανό
οικισμό Αρβίτσα.
Τα
Λαγκάδια, αληθινό πέτρινο κομψοτέχνημα,
χρωστάνε το όνομά τους στις βαθιές
χαράδρες που έχουν με τον καιρό
δημιουργήσει τα λαγκάδια, τα ρέματα
και οι χείμαρροι της περιοχής.
Από
τον 13ο αιώνα στην κοινωνική ζωή των
Λαγκαδίων δεσπόζει η οικογένεια των
Δεληγιανναίων (Παπαγιαννόπουλοι), που
θεωρούνται απόγονοι του Jean
De Lienne (De lienne~Ντεληγιάννης) ή του
Πέτρου από τη Σμύρνη (πιθανώς του Πέτρου
Λίτινου γραμματικού του Αϊδίν αγά),
γραμματέα του De Lienne. Υπάρχει
και μια άλλη εκδοχή με πολλούς υποστηριχτές,
που λέει ότι οι Δεληγιανναίοι κατάγονται
από τη Θεσσαλονίκη με ρίζες από την
Κρήτη.
Για
πολλά χρόνια από την οικογένεια των
Δεληγιανναίων προερχόταν ο ένας από
τους δύο Μοραγιάννηδες (αρχηγοί προεστών)
του Μοριά με έδρα την Τρίπολη.
Οι
φημισμένοι λαγκαδινοί μαστόροι, που με
τόση μαεστρία πελεκούσαν, διέπλαθαν
και έχτιζαν με πέτρα όλη την Πελοπόννησο,
ήταν πολύ φυσικό και επόμενο να βάλουν
τον καλλίτερο εαυτό τους όταν έχτιζαν
το ίδιο το χωριό τους, το “κρεμαστό
χωριό” της Πελοποννήσου.
Και
το έκαναν μετά τα Ορλωφικά (1770), όταν η
Αρκαδία είχε μετατραπεί σε ερείπια, με
σημαντικό ρόλο στο χτίσιμο των Λαγκαδίων
να παίζει, λόγω της οικονομικής ευμάρειας
και του κύρους της, η ισχυρή οικογένεια
των Δεληγιανναίων. Αυτή η οικογένεια
επηρέασε όσο κανένας άλλος τη ζωή, τη
δράση, την ανάπτυξη και την πρόοδο των
Λαγκαδίων αφήνοντας συγχρόνως, μαζί
βεβαίως και με την προφορική παράδοση
και κάποια γραπτά στοιχεία, μέσα από τα
απομνημονεύματα του Κανέλλου Δεληγιάννη
(γράφτηκαν το 1854) στα έτσι και αλλιώς
λιγοστά και αμφισβητούμενα στοιχεία
για την ίδρυσή τους.
Και
πραγματικά, τα Λαγκάδια, γνήσιο και
μοναδικό έργο τέχνης, εκεί στην απότομη
πλαγιά του Μαινάλου με τους δυο μαχαλάδες
(Πάνω και Κάτω), τις 18 συνοικίες και την
υψομετρική διαφορά των σπιτιών στα 500
μέτρα, είναι ένα υπέροχο σύνολο
παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, ένα από
τα πιο εντυπωσιακά χωριά της Ελλάδας,
ένα χωριό κόσμημα, χτισμένο σε υψόμετρο
900 μέτρων, πλασμένο από τα χέρια των
ονομαστών μαστόρων του, που με όπλα την
πέτρα και το μεράκι έφτιαξαν μια εικόνα
από σπίτια, που κρέμονται πάνω από την
εντυπωσιακή ρεματιά του Τουθόα.
Η
ιστορία αυτού του περήφανου χωριού
είναι γραμμένη με πέτρα, ένα υλικό σκληρό
και ατίθασο, την οποία δούλεψαν με
σεβασμό, έμπνευση και μεράκι.
Οι
λαγκαδινοί, σμίλεψαν με πέτρα και σοφία
το χωριό τους και το έκαναν πρότυπο
αρχιτεκτονικής αρμονίας και αισθητικής.
Σύμμαχος από γεννησιμιού του με τη φύση ο λαγκαδινός μάστορας, έφτιαξε απίθανα χτίσματα λαϊκής αρχιτεκτονικής, που δένουν άριστα με το γύρω περιβάλλον και συνθέτουν ένα υψηλής ποιότητας και μοναδικής ομορφιάς τοπίο, που το αποτελούν τα πέτρινα αρχοντικά, τα καλντερίμια, οι σκεπαστές αυλές, οι σκαλιστές εξώπορτες, οι πελεκητές καμάρες, οι εκκλησίες, τα κουλουριαστά πέτρινα μονοπάτια και οι σκάλες, τα τοξωτά γεφύρια, οι νεροτριβές, οι νερόμυλοι, οι λιθόστρωτες πλατείες και οι σκαλιστές βρύσες.
Τα παλιότερα χρόνια, το χωριό είχε αναπτυχθεί προς τα κάτω, τον Κάτω Μαχαλά, έδρα των περισσότερων μαστόρων. Σταδιακά παρατηρήθηκε μετατόπιση του χωριού και ανάπτυξή του από τα κάτω προς τα πάνω.
Ο ναός των "Ταξιαρχών" στα Λαγκάδια.
Σύμμαχος από γεννησιμιού του με τη φύση ο λαγκαδινός μάστορας, έφτιαξε απίθανα χτίσματα λαϊκής αρχιτεκτονικής, που δένουν άριστα με το γύρω περιβάλλον και συνθέτουν ένα υψηλής ποιότητας και μοναδικής ομορφιάς τοπίο, που το αποτελούν τα πέτρινα αρχοντικά, τα καλντερίμια, οι σκεπαστές αυλές, οι σκαλιστές εξώπορτες, οι πελεκητές καμάρες, οι εκκλησίες, τα κουλουριαστά πέτρινα μονοπάτια και οι σκάλες, τα τοξωτά γεφύρια, οι νεροτριβές, οι νερόμυλοι, οι λιθόστρωτες πλατείες και οι σκαλιστές βρύσες.
Τα παλιότερα χρόνια, το χωριό είχε αναπτυχθεί προς τα κάτω, τον Κάτω Μαχαλά, έδρα των περισσότερων μαστόρων. Σταδιακά παρατηρήθηκε μετατόπιση του χωριού και ανάπτυξή του από τα κάτω προς τα πάνω.
Τα
πανέμορφα ψηλά, διώροφα και τριώροφα
σπίτια, πραγματικά αριστουργήματα, με
την εκπληκτική αρχιτεκτονική τους, τις
θολωτές πόρτες και τα παράθυρα,
κυριολεκτικά κρέμονται στην απότομη
πλαγιά του Μαινάλου ισορροπώντας πάνω
της, με την εντυπωσιακή κλίση των 70
μοιρών, πάνω από τη βαθιά χαράδρα του
Τουθόα (Τρόχος ή Λαγκαδιανό ρέμα),
παραπόταμου του Λάδωνα, με τα νερά του
να κατεβαίνουν από τις πλαγιές των
λαγκαδινών βουνών και την αρχαία
προέλευσή του, αφού το τοπωνύμιο του
ποταμού οφείλεται στον Αρκάδα βασιλιά
Τουθόα, που σύμφωνα με την παράδοση
βασίλεψε στην περιοχή κατά την αρχαιότητα.
Κάποια
από τα πλέον χαρακτηριστικά δημιουργήματα
της “μαστοριάς” των
λαγκαδινών είναι το αρχοντικό της
οικογένειας των Δεληγιανναίων,
στην “Πάνω γειτονιά, το τετραώροφο
γυμνάσιο που χτίστηκε το 1868 και
είναι έργο των μαστόρων Αντώνη Κάτσαινου,
Σίνου Γκιώκα και Βασίλη Λώλου, όπως
επίσης και οι εκκλησίες του Αγίου
Ιωάννη και των Ταξιαρχών
(χτίστηκε το 1806 και ο πύργος του ρολογιού
το 1910) στην “Κάτω” γειτονιά, που λέγεται
ότι χτίστηκαν μέσα σε ...40 μέρες.
Μετά
το χτίσιμο του χωριού τους, οι λαγκαδινοί
αποφάσισαν να χτίσουν ομορφαίνοντάς
την, όλη την Πελοπόννησο. Και το έκαναν
δίνοντάς μας άριστα αποτελέσματα, τα
οποία θαυμάζουμε σήμερα.
Κατά
τα τέλη του 19ου αιώνα τα Λαγκάδια ήταν
η μεγαλύτερη πόλη της Αρκαδίας, μετά
την Τρίπολη, με περίπου 7.000 κατοίκους,
όταν η Βυτίνα είχε γύρω στις 2.000.
΄Ομως,
ο τόπος αυτός δεν γέννησε μόνο άξιους
χτιστάδες αλλά και μπροστάρηδες του
αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας,
αφού το ΄21 τα Λαγκάδια υπήρξαν επαναστατικό
κέντρο του Μοριά, οι δε ξακουστοί μαστόροι
πέρα της προσωπικής τους συμμετοχής,
έθεσαν στην υπηρεσία του έθνους και την
τέχνη τους.
Στα
μέσα του 20ου αιώνα η ευρεία χρήση του
τσιμέντου, του τούβλου, του κεραμιδιού,
η μετανάστευση, η ανάπτυξη του εμπορίου
και της βιομηχανίας, η βελτίωση των
μέσων επικοινωνίας και γενικότερα οι
μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές
αλλαγές είχαν σαν αποτέλεσμα την
συρρίκνωση του πληθυσμού και το μαρασμό.
Η
ατμόσφαιρα όμως της παλιάς ευμάρειας
και αίγλης των Λαγκαδίων, στα βορειοδυτικά
αντερείσματα του Μαινάλου στα πόδια
του Τουθόα, παραμένει αλώβητη και τη
συναντάμε σε κάθε βήμα μας στη γραφικά
κωμόπολη της Αρκαδίας.
Αναφορές:
(1).
Τάκης Κανδηλώρος. “Η Γορτυνία” Πάτρα
1898