Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου

Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου
Πετρογέφυρα: διαδρομές...της φύσης τα καμώματα...δημιουργήματα...μνήμες...αναφορές...βιώματα

Τιμή στους μάστορες, που άφησαν με τα εμπνευσμένα έργα των χεριών τους το ίχνος τους στην ιστορία της νεοελληνικής αισθητικής, σμιλεύοντας την πέτρα και δαμάζοντας το νερό της Πελοποννησιακής γης, με την απαράμιλλη τεχνική τους, τη φλόγα της ψυχής τους και το σεβασμό στη φύση.
Ας γνωρίσουμε αυτούς και τα έργα τους.

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Το γεφύρι του Λιάσκου στην Άνω Βλασία Καλαβρύτων

Ο άνθρωπος που έφτιαξε το καλούπι θυμάται...
Ο τότε Πρόεδρος της Κοινότητας αφηγείται...

 Το γεφύρι είναι χτισμένο επί του ποταμού Σελινούντα, στα όρια του χωριού Άνω Βλασία του νομού Αχαΐας, που ανήκει στον δήμο Καλαβρύτων.
Ο ποταμός Σελινούντας (Αγιοβλασίτικο ποτάμι ή ποτάμι της Βοστίτσας) πηγάζει από τις βόρειες παραφυάδες του Ερύμανθου (Λειβαρτζινού, Λεχουρίτικου, Κουτελέϊκου κλπ. βουνών) του τ. δήμου Λαπαθών και αποτελείται από τρία ρέματα. Το Διβουλέϊκο, το Αγιοβλασίτικο (κυρίως Σελινούς) και το Μανεσέϊκο. Εκβάλει στον Κορινθιακό κόλπο, κοντά στα βαλιμίτικα. Το 80% των νερών του έρχεται από την περιοχή της Άνω Βλασίας. Λέγεται ότι ο Ερύμανθος με το Χελμό είναι συγκοινωνούντα δοχεία με την Πίνδο, με τον Όλυμπο και τα Λευκά όρη στην Ελβετία, γι' αυτό και οι πηγές του σε υψόμετρο 2000 μέτρων έχουν ίδια ποσότητα νερού τους καλοκαιρινούς μήνες.
Το γεφύρι στον παλιό μύλο του Λιάσκου, στη θέση "Κούναδη", από ανάντη.  (Φωτο: ΑΓΠ)

Είναι μονότοξο και χτισμένο για την εξυπηρέτηση των αγροτικών εργασιών των ντόπιων επί του κυρίως Σελινούντα, το 1951 σε αντικατάσταση παλιού ξύλινου, από χαρακτηριστική κόκκινη πέτρα της περιοχής. Βρίσκεται κοντά στον παλιό μύλο του Λιάσκου, στη θέση “Κούναδη” και χτίστηκε από τον ντόπιο - με καταγωγή όμως από την Ήπειρο πρωτομάστορα - Νίκο Παπαγιαννόπουλο, ενώ το καλούπι έφτιαξε ο Νίκος Αβράμης από την Άνω Βλασία. Έγινε επί προεδρίας του Τάκη Καραμεσίνη και διακρίνεται επίσης λίγο πιο πέρα το λατομείο απ' όπου έβγαζαν και έπαιρναν την πέτρα. Είχε στηθαίο περίπου 40 εκατοστών, το οποίο έχει καταστραφεί και τα ίχνη του διακρίνονται καθαρά. Από το χρόνο και την πίεση του νερού έχει υποστεί φθορές και χρειάζεται άμεση επισκευή και αποκατάσταση των ζημιών.
Ο 90χρονος Τάκης Καραμεσίνης, πρόεδρος της κοινότητας την εποχή κατασκευής του γεφυριού, θυμάται:
...αυτό ήταν ένα ξύλινο, σαν αυτό που είχαν οι ινδιάνοι στην Αφρική. Περνάγανε... και είχαν γίνει και δυστυχήματα λόγω του...σάπιες κάτι σανίδες που είχανε...είχανε πέσει κάτω και άνθρωποι και ζώα...είχανε πέσει κάτω κι εγώ τότε...λέω σαν πρόεδρος του χωριού...αποφάσισα ότι πρέπει να το φτιάξω αλλά δεν υπήρχαν οι δυνατότητες, οι οικονομικές και τα υπόλοιπα. Το 1951. Το ΄φτιαξε... ο Νίκος ο Αβράμης έφτιαξε τα καλούπια μαζί με τον...ο οποίος δεν υπάρχει...ο Γιώργης ο Λιάσκος ο οποίος ήτανε παπάς, τότε δεν ήτανε παπάς και ο μαστρονίκος ο Παπαγιαννόπουλος ήτανε ο τεχνίτης, τόχτισε...ήτανε ο μάστορας. Ο Αβράμης έφτιαξε τα καλούπια, τα ξύλινα δηλαδή, το σκελετό και ο Παπαγιαννόπουλος ο Νίκος το ΄χτισε.
Τάκης Καραμεσίνης. (Φωτο: ΑΓΠ)

 Κουβαλάγαμε τις πέτρες από απέναντι από το βράχο με τα γαϊδουράκια γιατί...επειδή ήθελε πολλές πέτρες και κατάλληλες γι' αυτά που λέγονται τα κλειδιά στην κορυφή, στην εφαρμογή...και δεν είχαμε και λεφτά, τότε δεν υπήρχανε και λεφτά...είχανε ακόμα τότε τα...μετά της κατοχής...πενηντάρια, χιλιάρια, είχαμε εκατομμύρια ακόμα...δεν είχανε γίνει...βγει του Μαρκεζίνη ακόμα οι τρύπιες δεκάρες και τα υπόλοιπα. Τσιμέντα δεν είχαμε και βάζαμε τσιμέντα με ασβέστη μαζί για να δέσουν τα λιθάρια για να το χτίσουμε. Ο ίδιος ο μάστορας πελέκαγε τις πέτρες. Ο μαστρονίκος ο Παπαγιαννόπουλος. Κάνανε καμιά 20ριά για να το φτιάξουνε. Τις πέτρες τις κουβαλάγαμε με τα γαϊδουράκια. Έχτιζε λίγο – λίγο, δεν ήταν και εύκολο μόνος του να χτίσει, είχε και βοηθούς που φτιάνανε τη λάσπη και του πηγαίναν και τις πέτρες, αλλά και οι πέτρες έπρεπε να έχουν κάποια εφαρμογή μεταξύ τους και το δυσκολότερο ήτανε στο τέλος εκεί που σμίγουνε...ο θόλος που σμίγει εκεί...ήτανε φτιαγμένος κατά κάποιο τρόπο έτσι...τα κλειδιά, πολλά κλειδιά 5-6-10 πόσα ήτανε. Ήτανε και ο πατέρας του. Αυτοί ήτανε Ηπειρώτες, είχαν έλθει εδώ σ' ένα χωριό στα Λακκώματα. Με τους λαγκαδινούς μαστόρους δεν είχαν καμιά σχέση. Ήταν Ηπειρώτες, από την Ήπειρο σ' ένα χωριό... στα Λακκώματα. Ο πατέρας του, τ' αδέρφια του ήτανε όλοι χτίστες...έπεσε μέσα μια κυρία...έπεσε από το γάιδαρο...είχε πιει κι λιγάκι κι έπεσε μέσα...ήτανε σανίδια...που ήταν και τρύπες...όπως ήταν τα πάτερα από κάτω κι από πάνω σανίδες, οι σανίδες ήτανε τρύπιες...πήγε το πόδι του γαϊδάρου μέσα...έκανε ο γάιδαρος έτσι...κάτι απότομες κινήσεις κι έπεσε η γριά μέσα στο ποτάμι. Έχει φθαρεί απάνου...είναι τσίμα – τσίμα τώρα...τώρα έχει ξεπλυθεί. Είχε πολύ νερό...φέρνει πάντα όταν λιώνουν τα χιόνια ή στα πρωτοβρόχια με βροχές μεγάλες...έχει νερά πολλά, αλλά από πάνω δεν πέρασε. Και εκεί που είναι...εγώ φοβόμουν. Και όμως δεν το πείραξε. Ακόμα τώρα ύστερα από 60 χρόνια πέρασαν καταιγίδες, πέρασαν πολλά πράγματα. Κι όμως αυτό υφίσταται.
Το λατομείο, απ' όπου επαιρναν την πέτρα. (Φωτο: ΑΓΠ)

 Ένα είναι το παράπονό μου. Μετά από μένα τ' άφηκαν όπως τ' άφηκα εγώ. Επισκευή δεν είχε γίνει ποτέ. Αυτό το 'χω σαν παράπονο, εγώ τότε παρ' ότι ήμουν νέος και ήμουν λίγο φιλόδοξος...είχα καβαλήσει και λίγο το καλάμι έτσι...αλλά όταν έφυγα εγώ, όταν πήγα στην Αθήνα, αυτό όπως το άφησα δυστυχώς είναι ακόμα μέχρι σήμερα...όπως το τέλειωσε ο μάστορας, είναι ακόμα έτσι από το 1951 – 52. Είχε επικοινωνία το περισσότερο χωριό από χτήματα. Από κει ήτανε μύλος, πηγαίνανε στο μύλο σχεδόν όλο το χωριό. Έπρεπε να περάσουν απέναντι να πάνε στο μύλο και να πάνε και στα χωράφια με τα ζώα...ήτανε πολλοί κάτοικοι που είχαν εκεί λόγους να περάσουνε. Εκεί είναι Κούναδη. Κούναδη, εκεί που 'ναι το γεφύρι. Απέναντι εκεί έχει διάφορες τοπικές ονομασίες...είναι η ευρύτερη περιφέρεια Γεράκι...εκεί έχει τοπικές ονομασίες...ο καθένας λέει εγώ στο δικό μου...μια περιοχή...λεγόταν στου Γιώργη το λιθάρι, στις ασφάκες, στα...ξέρω γω...κάποιες τοπικές ονομασίες. Το καλούπι με τον ξύλινο το σκελετό το 'φτιαξε ο Νίκος ο Αβράμης...ήτανε ο μαραγκός...και ζει ακόμη, είναι και αυτός σε μια ηλικία κάπου στα 90...και περπατάει ακόμα.
Το γεφύρι από κατάντη. (Φωτο: ΑΓΠ)

 Τα θυμάμαι όλα αυτά. Παρ' όλα αυτά...και τ' απόγευμα...μπορεί να ξεχνάω τα πρόσωπα...τα παλιά τα θυμάμαι μέχρι λεπτομέρειες. Ήτανε και άλλοι...το πολύ από το χωριό που κουβαλάγανε τις πέτρες και ήτανε και ένας πούχε φέρει τα ξύλα από το βουνό...κολώνες, έλατα λιανά, ψηλά έλατα για να στηλώσουν και οι σανίδες για να γίνει το...ο κύκλος. Είδε το χωριό...με προσωπική εργασία όχι με...πήρε μόνο...πληρώθηκε ο μάστορας. Πήρα λίγα λεφτά...δεν θυμάμαι πόσα πήρε. Οι άλλοι δουλεύανε με προσωπική εργασία...δηλαδή τους υποχρεώναμε, η κοινότης τους υποχρέωνε...θάρθεις μια μέρα με το ζώο, θα φέρεις πέτρες εκεί...θαρθείς να πα' να σάξουμε το μονοπάτι που θα περάσουμε να φέρουμε τα δεμάτια που θα θερίζουμε, θαρθείς να πα' να βγάλουμε το αυλάκι που θα ποτίζουμε. Εκεί που είχανε εκεί...και αυτή λεγόταν προσωπική εργασία. Τον μάστορα τον πλήρωσε η κοινότητα, από το δημόσιο ταμείο, δηλαδή τα οικονομικά της κοινότητας τα είχε το δημόσιο ταμείο.”
Ο άνθρωπος που έκανε το καλούπι του γεφυριού, ο Νίκος ο Αβράμης από την Άνω Βλασία, γύρω στα 90, μας αφηγείται:
...Νίκος Αβράμης...πρώτα το καλούπιασμα. Φτιάνουμε το τόξο και στήνουμε κολώνες από κάτου...ξύλινες κολώνες...δένεται ολόκληρο...μου είναι λίγο δύσκολο. Είναι σε δυο μεριές τα τόξα...τα στένουμε και βάζουμε σανίδα από πάνου γύρω – γύρω για να καλουπώνεται τόσο γερά γιατί παίρνει βάρος απάνου. Ξυλεία είχε ο μάστορας. Είχε ο μαστρονίκος ο Παπαγιαννόπουλος...αυτός που τόχτισε...ναι, το περιέδεσε με πέτρα και τόχτισε κιόλας, με τ' αδέρφια του μαζί...έχει πεθάνει τώρα...με τ' αδέρφια του μαζί. Ο Νίκος και ο Βαγγέλης...ήταν από τα Λακκώματα...είχε σώγαμπρος εδώ...αλλά τότε δεν ήταν σώγαμπρος...μετά ήρθε σώγαμπρος...από τα Λακκώματα ήρθε εδώ...από τα Λακκώματα ήταν. Η καταγωγή τους ήταν από την Ήπειρο. 
Νίκος Αβράμης. (Φωτο: ΑΓΠ)

Κάναμε για να το χτίσουμε μισό καλοκαίρι...μισό καλοκαίρι...το διάστημα εκείνο όχι...έτυχε να μη...για θα τάπαιρνε τα ξύλα, θα τα μάζευε όλα...δηλαδή έκανε καλό καιρό...ήτανε γύρω Ιούνιο – Ιούλιο – Αύγουστο κείνη την εποχή...βροχές σπανίζουνε...περίπου 10 δούλευαν εκεί. Δουλεύανε προσωπική εργασία. Εγώ πληρώθηκα...όχι όλα...άφησα ένα μέρος. Πληρώθηκα από τον μάστορα. Τώρα το μάστορα πούθε πληρώθηκε δεν ξέρω. Θυμάμαι γιατί πρέπει να ήταν η κοινότητα στη μέση. Προτού το γεφύρι το σημερινό, ήταν ξυλογέφυρο...με δυο ράγες σίδερα. Μετά σπάσανε κάτι ταύλες και αναγκαστήκανε να το φτιάξουνε όπως ήταν σήμερα...δυο ράγες σίδερα...μάλλον τρεις ράγες σίδερα...διπλό...ταύλα...”
Και μια άλλη μαρτυρία του Γιώργου Καραμεσίνη, από την άνω Βλασία, μας λέει για το γεφύρι στη θέση “Κούναδη” κοντά στον παλιό μύλο του Λιάσκου:
Αυτό το γεφύρι μέχρι την δεκαετία του '50 ήταν ένα ξύλινο γεφύρι, στηριζότανε πάνω σε κάποιες βάσεις, με κάποιες ταύλες επάνω και περνούσε ο κόσμος. Οι άνθρωποι, τα ζώα...όλα αυτά. Είχαμε και κάποια ατυχήματα...έπεσε κάτω μια αγελάδα, έπεσε κάτω ένας γάιδαρος με μια γυναίκα, χτυπήσανε...ξέρω γω...τέλος πάντων αποφασίσανε και το φτιάξανε, εκεί αρχές του '50, 51 – 52, κάπου εκεί. Μαστόροι ήτανε κάποιοι καταγωγή τους από την Ήπειρο, οι Παπαγιαννοπουλαίοι, οι οποίοι είχανε εγκατασταθεί σ' ένα μικρό χωριό εδώ, στα Λακκώματα. Και είχανε έρθει εδώ και δουλεύανε. Ήταν όλοι πετράδες, ήταν όλοι χτίστες, παραδοσιακοί. 
Γιώργος Καραμεσίνης. (Φωτο: ΑΓΠ)

Ο καλουπιτζής ήτανε απόν δω, ο Νίκος ο Αβράμης, ο οποίος ζει ακόμη, υπάρχει εδώ και ξέρει τα πράματα, που καλουπώσανε και φτιάξανε το τόξο και πελεκητές ήτανε οι συγγενείς του μάστορα εκεί πέρα που κουβαλούσαν την πέτρα από κει πέρα, από το νταμάρι. Για το γεφύρι πληρώθηκε τότε μόνο ο μάστορας, ο χτίστης δηλαδή και το πιο μεγάλο ποσό, γιατί δεν είχανε λεφτά...το κάνανε εδώ από το χωριό οι κάτοικοι με προσωπική εργασία. Έβαζε ο άλλος το γαϊδούρι του έκουβαλούσε την πέτρα, έβαζε ο άλλος ξέρω γω μεροκάματο, λεγόταν προσωπική εργασία...ένα δυο μεροκάματο την εβδομάδα. Αυτά λοιπόν...κι έγινε το γεφύρι και γλύτωσε ο κόσμος που περνάει πιο άνετα, πάει στα χωράφια του...” (1).
    Οι διαστάσεις του είναι:
Άνοιγμα καμάρας: 6 μέτρα
Ύψος καμάρας: 4,20 μέτρα
Πλάτος: 2,20 μέτρα
Μήκος: 16,90 μέτρα
Πλάτος καμαρολιθιού: 0,45 μέτρα.
Πρόκειται για ένα πανέμορφο πέτρινο γεφύρι, τρανό δείγμα της Πελοποννησιακής λαϊκής γεφυροποιίας, που όμως εκπέμπει σήμα κινδύνου για τη διάσωσή του.
Το γεφύρι του Λιάσκου. (Φωτο: ΑΓΠ)

Χτισμένο από ντόπιο παραδοσιακό μάστορα, με καταγωγή από την Ήπειρο, με την χαρακτηριστική κόκκινη πέτρα της περιοχής έχει υποστεί φθορές στο δεξιό βάθρο από ανάντη καθώς επίσης και στην επιφάνειά του. Για το λόγο τούτο πρέπει χωρίς χρονοτριβή να γίνουν οι απαραίτητες παρεμβάσεις από ειδικούς για να σωθεί.


Σημειώσεις

(1). Οι μαρτυρίες των συντελεστών του γεφυριού δόθηκαν στον γράφοντα στις 16/4/2012.


Δείτε τα παρακάτω videos για το γεφύρι στον παλιό Μύλο του Λιάσκου :