“...συναζόμαστε,
τοιμαζόμαστε και πάμε και χανόμαστε για το φράγκο...”
Οι
Λαγκαδινοί, έκαναν συνήθως 2-3 ταξίδια το χρόνο, έφευγαν “για
μαστοριά”
όπως έλεγαν, απουσιάζοντας μήνες από τα σπίτια τους.
Το πρώτο
ταξίδι ήταν μετά το Πάσχα όταν “άνοιγε”
ο καιρός (Μαγιάτικο
ή
Ξώλαμπρα), το δεύτερο
της Παναγίας (Αυγουστιάτικο)
και το τελευταίο μετά του Αγίου Δημητρίου μέχρι το Νοέμβρη, που “αγρίευε”
ο καιρός.
“
Όπως ούλα τα ταξίδια του χρόνου έτσι
και τα χειμωνιάτικα τα κανονίζαν: ο πρωτομάστορας, οι χτιστάδες και ο
λιθαράς. Ή και μοναχός του ο πρωτομάστορας. Συναζόμαστε, τοιμαζόμαστε
και πάμε και χανόμαστε για το φράγκο”
(1)
Φρόντιζαν
να βρίσκονται πάντα στα σπίτια τους τις μεγάλες γιορτές, Πάσχα,
Χριστούγεννα και Παναγίας, αν και κάποιες φορές έκαναν να δουν τους
δικούς τους για πολλούς μήνες. Έτσι, απέμενε στις λαγκαδινές μανάδες να
πρέπει να αναθρέψουν μόνες τους την υπόλοιπη οικογένεια, να υφαίνουν
στον αργαλειό και να γνέθουν στη ρόκα, ετοιμάζοντας την προίκα για τις “τσιούπες”
τους.
Τα εργαλεία τους. (Φωτο: ΑΓΠ) |
Κατά την αναχώρηση κυριαρχούσε η
θλίψη και η στεναχώρια και κατά τον ερχομό η χαρά και το γλέντι. Κατά την
καλλίτερη περίοδο της ιστορίας των λαγκαδινών , τον 19ο και στις αρχές
του 20ου αιώνα,ξεκινούσαν για δουλειές 150-200 μπουλούκια, δηλαδή 3-4000
νοματαίοι με 2-3000 ζώα. Αυτό σήμαινε ότι κάθε Μάρτη-Απρίλη ολόκληρος
στρατός από κόσμο, μουλάρια και γαϊδούρια αναχωρούσε για διάφορες
περιοχές της Πελοποννήσου και η κωμόπολη κυριολεκτικά άδειαζε.
Φόρτωναν
τα εργαλεία τους και τα άλλα εφόδια στα ζώα, "
τα μογκαρίνια"
( καλέμια, λοστάρια, φτυάρια, γαϊδουροσάνιδα για να φορτώνουν και να
κουβαλάνε τις πέτρες, λεβέτια, βαριές, κασμάδες, σφυριά, ματρακάδες,
χτένια, σκεπάρνια, πριόνια, σφήνες διαφόρων μεγεθών, παραμίνες,
πικούνια, βελόνια, μυστριά, πασέτα, κορδέλες, τενεκέδες, ζύγια, ράμματα,
μπαρούτι και φιτίλια για τα φουρνέλα και το σπάσιμο των βράχων στα
νταμάρια, ένα “σάϊσμα" για τον καθένα για ύπνο -μισό για στρώμα και μισό
για σκέπασμα- και τα απαλαξείδια τους) και πήγαιναν στον τόπο κατασκευής του
έργου.
Πιο
εύκολα ήταν τα ταξίδια του Καλοκαιριού και για το λόγο αυτό τα
μπουλούκια προτιμούσαν, όσο ήταν δυνατόν, να δουλεύουν σε πεδινές
περιοχές, όπου η αμοιβή, η τροφή και οι καιρικές συνθήκες ήταν καλλίτερες.
Αυτό
παραστατικά λέει και ένα τραγούδι, που το έλεγαν και άρεσε πολύ στα
μαστορόπουλα:
“
Που πάτε μαστορόπουλα;
που
πάτε μαστοράδες;
Πάμε κατά την
Αχαγιά
που βγαίνουνε
παράδες.
Τον Άγουστο
στην Αχαγιά (2)
μαστοροπαίδι
νάσαι,
να τρως, να
πίνεις, να κερνάς
και να καλοκοιμάσαι”
Καμιά
διατύπωση ή οτιδήποτε άλλο απαιτούταν για να γίνει κάποιος μέλος του
μπουλουκιού. Ανάλογα με τις δυνατότητες, τις γνώσεις και την εμπειρία
εντασσόταν στο μπουλούκι.
Πελεκάνος επί τω έργω. (Φωτο: ΑΓΠ) |
Ο καταμερισμός
της εργασίας γινόταν από τον πρωτομάστορα ανάλογα με τα προσόντα του
κάθε μέλους.
Τα μπουλούκια
δεν είχαν κανένα ουσιαστικό έλεγχο από το κράτος όσον αφορά την εργασία
των κάτω των 12 ή των 14, που προβλεπόταν από τους νόμους ΔΚΘ/1912 και
2271/1920, και μόνο κατά τα έτη 1937-1941 ετηρήθησαν μερικές διατάξεις
απ' αυτούς. (3)
Μετά το τέλος
της δουλειάς, την επιστροφή στα Λαγκάδια και την πληρωμή, σύμφωνα με τα
συμφωνηθέντα και τα κρατούντα, το μπουλούκι διαλυόταν και όλοι ήταν
ελεύθεροι να πάνε σε άλλο κατά την επόμενη έξοδο.
Αναφορές:
-
Θ.Κ. Τρουπής. “ Άνθρωποι της σκαλωσιάς” Αθήνα 1983
-
Η Αχαγιά (Κάτω Αχαία) είναι πεδινή κωμόπολη του νομού Αχαίας.
-
Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος. “Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου. Αθήνα 1987, σελ. 62-63