Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου

Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου
Πετρογέφυρα: διαδρομές...της φύσης τα καμώματα...δημιουργήματα...μνήμες...αναφορές...βιώματα

Τιμή στους μάστορες, που άφησαν με τα εμπνευσμένα έργα των χεριών τους το ίχνος τους στην ιστορία της νεοελληνικής αισθητικής, σμιλεύοντας την πέτρα και δαμάζοντας το νερό της Πελοποννησιακής γης, με την απαράμιλλη τεχνική τους, τη φλόγα της ψυχής τους και το σεβασμό στη φύση.
Ας γνωρίσουμε αυτούς και τα έργα τους.

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

Περαταριά Γαστούνης

 “...ο ποταμός αυτός, αποκαλούμενος από τους σύγχρονους ποτάμι του Γαστουνιού ή Ηλειακός, δηλαδή ποτάμι της Ήλιδας, είναι διαβατός από την κοίτη του, καθόσον το πέρασμα με το οποίο έξι μήνες το χρόνο διαπλέει κανείς την απόσταση ως την αντίπερα όχθη, είχε σταματήσει να λειτουργεί λίγο καιρό πριν προσεγγίσουμε εμείς τις όχθες του.”

Αυτό το πρωτόγονο μέσο γεφύρωσης βρισκόταν στο Πηνειό και τις εκβολές του, κοντά στην Γαστούνη του δήμου Πηνειού.
Ο Πουκεβίλ αναφέρει ότι μόνο έξι μήνες το χρόνο η περαταριά διεκπεραίωνε τον κόσμο, ενώ ο Φλομπέρ (Gustave Flaubert 1821-1880, λογοτέχνης) αναφέρει ότι “το πορθμείο σκαμπανέβαζε “κάτω από τις οπλές των αλόγων”, που έτρεμαν τρομαγμένα. (1)
Συγκεκριμένα ο Πουκεβίλ αναφέρει ότι “...ο ποταμός αυτός, αποκαλούμενος από τους σύγχρονους ποτάμι του Γαστουνιού ή Ηλειακός, δηλαδή ποτάμι της Ήλιδας, είναι διαβατός από την κοίτη του, καθόσον το πέρασμα με το οποίο έξι μήνες το χρόνο διαπλέει κανείς την απόσταση ως την αντίπερα όχθη, είχε σταματήσει να λειτουργεί λίγο καιρό πριν προσεγγίσουμε εμείς τις όχθες του.” (2)
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1687-1715) “Ο Γενικός Προνοητής της Πελοποννήσου Francesco Grimani αποφασίζει να φτιάξει ένα πέρασμα για να διευκολύνει τη διέλευση του ομώνυμου ποταμού που ανέβαινε επικίνδυνα το χειμώνα. Το πορθμείο θα εκμισθωνόταν κατ' έτος, όπως αντίστοιχα συνέβαινε και με το πέρασμα του Αλφειού. Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του F. Grimani η συμφωνία για την κατασκευή του περάσματος είχε συναφθεί πρίν από τις 5 Δεκεμβρίου 1699 (ν. ημ.). Το έργο είχε αναλάβει ο μαστρο-Γιάννης Χωνιάτης (Χαϊνιάτης), ο οποίος είχε φτιάξει και το πέρασμα στον Αλφειό”. (3)
Όσον αφορά τον Πηνειό Οι αρχαίοι συγγραφείς δεν μας λένε για τον Πηνειό καμμιά λατρεία. Μας διασώζουν όμως διάφορες ονομασίες του, που κατά καιρούς από διάφορους οικιστές του επήρε. Στην προελληνική εποχή λεγόταν Μίνυος, στην Μυκηναϊκή Σελλήεις, την ιστορική Πηνειός, την Βυζαντινή και Φραγκική Ηλειακός και τις τελευταίες εκατονταετηρίδες Γαστουναίϊκο ποτάμι (1600 και μετά). Τούτη η πολυωνυμία του Ποταμού μας ανά τις χιλιετηρίδες, δηλώνει και τις ιστορικές περιπέτειες του τόπου και την ζωτική σημασία που είχε για τον τόπο. Επόμενο ήταν λοιπόν να θεοποιήθηκε και τούτο, μα οι αρχαίοι Ηλείοι, απορροφημένοι και αφοσιωμένοι στην μεγάλη λατρεία της Ιεράς Άλτεως, το Δωδεκάθεο επεσκίασε κάθε ντόπια θεότητά της”. (4)
Βάρκα για πέρασμα του Αλφειού το 1903. Fred. Boissonnas.
Και επί πλέον
Οι πιότεροι όμως αιώνες των τόσων χιλιετηρίδων της εγκατοίκησης της Ηλείας, πέρασαν με τον βραχνά του εκχυλισμένου Πηνειού. Τούτη η μάστιγα της πλημμύρας του είχε και ένα άλλο επακόλουθο, τρισχειρότερο από τις υλικές καταστροφές. Δημιουργούσε έλη και τα λιμνάζοντα νερά τους, ήταν μια μόνιμη νοσογόνος εστία της ελονοσίας, που ενδημούσε και αφάνιζε το καλοκαίρι, με τις επάρατες “θέρμες”, κάθε ικμάδα ζωτικότητας των κατοίκων. “Τους ρούφαγε το αίμα” όπως πραγματικά έλεγε ο λαός και την προσωποποιούσε σε στοιχειά, αράπηδες, ζούδια, βρυκόλακες και λάμιες. Τούτα όλα τα φοβερά τέρατα της λαϊκής φαντασίας, ήσαν και είναι κατάλοιπα της παγανιστικής λατρείας. Είναι δαιμονικά, είναι χθόνιες θεότητες των αρχαίων, είναι οι Νύμφες και οι Τρίτωνες, οι Ναϊάδες, οι Νηρηίδες και οι Δρυάδες (τα σημερινά ανεραϊδικά). Ένα τέτοιο, κατάλοιπο κι' αυτό ασφαλώς της αρχαίας θεοποίησης του Πηνειού, είναι και το Ζούδιο της Παληόπολης (Αρχαία Ήλις), που δεν προσωποποιεί στο βάθος, παρά τον αιμοπότη Μινώταυρο του ηλειώτικου Κάμπου, που τα λιμνάζοντα από τις πλημμύρες νερά του σε λούμπες, σε βαρκά και βάλτους, σε νεροσυρμές και ρέματα, γίνονται κουνουπιών εκκολαπτήριο, σκόρπιζαν τις θέρμες στα πέρατα του Κάμπου και έλυωναν στα πόδια κόσμο και κοσμάκη και πρόωρα τον έστελναν στον άλλο Κόσμο, με του χτικιού το ανελέητο χαροκοπικό δρεπάνι. Και δεν ήταν μόνο τα κουνούπια που απομυζούσαν το αίμα και τη ζωτικότητα των Ηλείων αλλά και οι βδέλλες, τα σκαθάρια και τα μπουμπουγέρια, οι κάμπιες και οι ακρίδες που με την αδηφαγία τους αφάνιζαν την ικμάδα κάθε βλάστησις και φυτείας. Έτσι το Ζούδιο της Παληόπολης, ξεκινώντας από τα χαλάσματά της τις νύχτες, αλώνιζε τον Κάμπο ρουφόντας το αίμα του, όπως και ο Πηνειός ξεμπουκάρει από την Παληόπολη και με τις φερσές του ξεχύνεται στον Κάμπο τον πνίγει ή τον κάνει, τρισχειρότερα, βάλτο με κουνούπια. Να λοιπόν και μια άλλη επιβεβαίωση της θεοποίησης της πανάρχαιας του Πηνειού: Το Ζούδιο της Παληόπολης. Οι περί την Παληόπολη σήμερα το φαντάζονται σαν ένα τέρας υπερφυσικό που την ημέρα λουφάζει βαθειά μες τα ρημάδια της, τις δε νύχτες ξεχύνεται στα χωριά και ρουφάει το αίμα των ανθρώπων, γι' αυτό και η φράση “θα σε φάη το Ζούδιο της Παληόπολης” είναι εκφοβιστική για όσους σκέφτονται, τα καλοκαίρια ιδίως, να κοιμηθούν στο ύπαιθρο (προειδοποίηση για την αφαίμαξή τους από τα κουνούπια και την προσβολή τους από ελονοσία). Επίσης “Ζούδιο της Παληόπολης” λένε και κάθε δύσμορφο άνθρωπο και κυρίως γυναίκα, που κι' αυτό ταυτίζει το Ζούδιο της Παληόπολης με τη φοβερή Λάμια των ελών. Ζούδιο λοιπόν της Παληόπολης είναι ποτάμια αρχαία θεότητα, ο Πηνειός.” (5)



Σημειώσεις-βιβλιογραφία

  1. Φιλολογικές διαδρομές στην Ελλάδα. Εκδόσεις Πατάκη 1998
  2. Πουκεβίλ. Ταξίδια στην Ελλάδα. Πελοπόννησος. Σελ. 182. Εκδόσεις ΣΥΛΛΟΓΗ Αφοί ΤΟΛΙΔΗ Αθήνα 1995
  3. Βασίλειος Σιακωτός. “΄Έργα γεφυροποιίας, υδραγωγεία, οικοδομικά συνεργεία και συντεχνίες οικοδόμων στη Βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο (1687-1715). Η επισκευή της Γέφυρας της Μονεμβασιάς στα 1700”. “Περί Πετρογέφυρων-μαστόροι και γεφύρια”. Γ' Επιστημονική Συνάντηση ΚΕΜΕΠΕΓ. Αθήνα 2009,
    σελ. 24
  4. Ηλειακά Τριμηνιαίο περιοδικό λαογραφικής-ιστορικής και γλωσσικής σπουδής της Ηλείας. Εκδότης -διευθυντής Ντίνος Δ. Ψυχογιός Τεύχος ΙΘ΄ 1960 Λεχαινά σελ. 559.
  5. . Ομοίως, σελ. 561,562.